ἀστροσπαρμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστροσπαρμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστροσπαρμένος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 100.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄστρο καὶ τοῦ σπαρμένος μετοχ. τοῦ ρ. σπέρνω.
Σημασιολογία
Ὁ δι’ ἀστέρων κατεσπαρμένος, ἀστροποίκιλτος: Ποίημ. Κἀμμιˬὰ νεράιδα σπλαχνικὴ μὲ ροῦχ ᾽ ἀστροσπαρμένα. Συνών. ἀστρόσπαρτος, ἀστροστολισμένος, ἀστροστόλιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA