γλακητὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλακητὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλακητὴς ὁ, Κρήτ. (Ἔμπαρ. Νεάπ. κ.ἀ.) γλακηχτὴς Κρήτ. (Μύρθ. Ρέθυμν. κ.ἀ.). γακηχτὴς Κρήτ. (Σφακ.) ἀγακηχτὴς Κρήτ. (Σφακ.) γλακιστὴς Κρήτ. (Κίσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλακῶ.
Σημασιολογία
Ὁ ταχύπους, ὁ γρήγορος ἔνθ’ ἀν.: Ὁ πατέρας μου ’ς τὰ νιˬᾶτα dου ἤτονε γλακηχτὴς Κρήτ. Εἶναι καλὸς γλακηχτὴς αὐτόθ. Οἱ Ἀνωγε͜ιανοὶ εἶναι γλακητᾶδες, ποὺ πιˬάνουν τ’ ἀγρίμιˬα ᾿ς τὸ γλάκιˬο (ἀγρίμιˬα = αἰγάγρους, γλάκιˬο = τρέξιμον) αὐτόθ. || ᾌσμ. Μά ’dα μοῦ τὸν ἐκάμετε κ’ ἐμὲ τὸ γλακηχτή μου, τὸ γλακηχτὴ καὶ τὸ βοσκὸ καὶ τὸ bολεμιστὴ μου; (μά᾽dα = μὰ τί) Κρήτ. «Γάειρε πάνω γακηχτὴ!» τοῦ φώνιˬαξαν μεγάα (μεγάα = μεγαλοφώνως) Κρήτ. (Σφακ.) Συνών. τζιριτιχτής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA