γλαντιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαντιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλαντιˬάζω Ἰων. (Βουρλ. Σμύρν.) Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλαντὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ –ιˬάζω κατὰ τὰ λοιπὰ ρήματα τὰ δηλοῦντα πάθος, περὶ τῶν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ. εἰς Ἐπιστ. Ἐπετ. 8 (1912), 6.
Σημασιολογία
Καθίσταμαι κάτισχνος, ἀδυνατίζω ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παιδὶ ἐγλάντιˬασε Χίος. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀρρώστιˬα της γένηκε μιˬὰ γλαντιˬασμένη, σὲ μεγάλα χάλιˬα Σμύρν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA