βερβελλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερβελλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βερβελλιˬὰ ἡ, κοιν. βιρβιλλιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Μῆλ. Νάξ. Πάρ.-Λεξ. Γαζ. (λ. σπύραθος) Περίδ. Βυζ. ᾽Ηπίτ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ. βιρβιλ-λιˬὰ Εὔβ. (Κουρ.) βερβελ-λgιˬὰ Ρόδ. βερβιλ-λdία Ρόδ. βιρβιλ-λdία Ρόδ. (Σάλακ.) βιρβιγιˬὰ Σίφν. βιρβιγγιˬὰ Σιφν β’ρβ’λλιˬὰ Πάρ. (Λεῦκ.) βερβουλλιˬὰ ΠΓενναδ. Γεωργ. γλωσσ. 7 βορβολλιˬὰ Παλαιολ. Γεωργ 1,309 βουρβουλλιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γλυνᾶδ. Δαμαρ ᾽Εγκαρ. Φιλότ.) βουρβουριˬὰ Νάξ.(Δαμαρ.) βρουλλιˬὰ Μεγίστ. τριβιλλιˬὰ Κρήτ.- ΠΓενναδ Γεωργ. 58 -Λεξ. Γαζ. (λ. σπύραθος) βερβελλὲ ΔΚρήτ. βερβελλὲς ὁ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Λατιν. vervella=προβάτιον Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὸ συνών. κοπριά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. Ὑπὸ τὸν τύπ. βερβελία καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ἡ κόπρος τῶν αἰγῶν καὶ τῶν προβάτων, ἐνιαχοῦ δὲ καὶ τοῦ λαγοῦ ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Τὸ παίρνω βερβελλὲ (τὸ ἀντιλαμβάνομαι ἢ τὸ πληροφοροῦμαι) Καλάβρυτ. Σουδεν. || Παροιμ. Τῶν ἀρνιˬῶ οἱ βερβελλιˬὲς μὲ τὸ φεγγάρι ξεραίνονται (τῶν ταπεινῶν καὶ ἀδυνάτων τὰ ἔργα ταχέως ἐξαφανίζονται, συνών. φρ. τῶν πουλαριῶ οἱ καβαλλῖνες μὲ τὴν ἀνάδοσι ξεραίνονται) Σίφν. Τῆς κατσίκας ὁ κόλος βερβελλιˬὲς ξερνᾷ (τοῦ κακοῦ οἱ λόγοι ἢ τὰ ἔργα εἶναι κακά, πβ. ἀρχ. «ἐκ στόματος κόρακος ἐξελεύσεται κρά»). Συνών. βαλάνι 5, βερβέλλα 1, βερβελλήθρα, βερβέλλι 1, βερβελλίδα, βερβετσιλιˬὰ, κακαράντζα, προβατσουλιˬά. 2) Ὁ καρπὸς τῆς ἀγρίας ἐλαίας Εὔβ. (Κουρ.): Μέσ’’ς τοὶς ἥμερες ἐλα͜ιὲς ηὗρα καὶ δύο τρεῖς βιρβιλ-λιˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA