ἀστροφεγγάριν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστροφεγγάριν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστροφεγγάριν τό, Πόντ. ἀστροφέγγαρον Πόντ. ἀστροφέγγαρο Λεξ. Βυζ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄστρο καὶ φεγγάριν, δι᾽ ὃ ἰδ. φεγγάρι.
Σημασιολογία
Ἀστροφεγγαράκιν, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA