γράπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γράπα ἡ, Εὔβ. (Λιχὰς) Θεσσ. (Τρίκερ.) Κίμωλ. Πελοπν. (Μονεμβασ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ.) γράbα Εὔβ. (Κάρυστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαppα = ἁρπάγη.
Σημασιολογία
1) Ἀλιευτικὸν ἐργαλεῖον ἀποτελούμενον ἐκ κλώνου δένδρου ἔχοντος παρακλάδια ἢ ἐκ κοντοῦ φέροντος καρφία, τὸ ὁποῖον συρόμενον εἰς τὸν πυθμένα τῆς θαλάσσης ἁλιεύει τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐμπλακὲν εἰς βράχους παραγάδι Εὔβ. (Κάρυστ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Κίμωλ.: Δῶσε μου τὴ γράbα ἐδῶ νὰ πιˬάσωμε τὸ παραγάδι Κάρυστ. Νὰ τραυήξουμι γράπα, νὰ πιˬάσουμι τοὺ παραγάδ᾽ ἀπ᾽ μᾶς ἔ᾽ κουπῆ Τρίκερ. Συνών. ἀγκιστρόβεργα, γάντζος. β) Σύνολον συρμάτων διὰ τῶν ὁποίων ἁλιεύουν τα ἀποκοπέντα δίχτυα Πελοπν. (Μονεμβασ.) 2) Ἐργαλεῖον κατάλληλον διὰ τὴν ἁλιείαν γαρίδων Εὔβ. (Λιχὰς) Τ᾽ γαρίδα τ᾽ αρεύουμι μὶ τ᾽ γράπα. Ἡ γράπα εἶν᾽ μιˬὰ λαμαρῖνα ἕξ - ἱφτὰ χαλιˬὰ κὶ πίου ἔ᾽ ιˬένα ίδηρον ἴαμι μ᾽ὸ μέτρου απίου. Ἀπ᾽ τοὺ ίδηρου βάζουμι δίχτ᾽ σὰν ἀπό᾽. Βάζουμι αὐτει᾽ τ᾽ λαμαρῖνα σ᾽ ἕνα κουdάρ᾽ μὶ βάρους, τέσσιρα - πέντι μέτρα μακριˬὸ κὶ τοὺ ρίχνουμι ᾽ς τὸν βυθὸ κὶ κάβουμι μὶ τὰ χαλιˬὰ κὶ δέρνουμι κὶ γιˬουμί᾽ τοὺ δίχτ᾽ λάσπ᾽ κὶ γαρίδα (χαλιˬὰ = ὀδόντες, προεξοχαί). 3) Καρφίον μεταλλικὸν ἔχον τὴν βάσιν διχαλωτὴν ὡς ἄγκιστρον ἐμπηγνυόμενον εἰς τοὺς τοίχους οἰκίας κατά τὴν οἰκοδομὴν ταύτης Στερελλ. (Φθιῶτ.) Συνών. τζινέτι. 4) Παγὶς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA