γραπάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραπάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γραπάρω ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαpαre = ἁρπάζω, ἀναρριχῶμαι.
Σημασιολογία
Γραπώνω 1, τὸ ὁπ. βλ.: Δὲν ἐπῆγε δυὸ μέτρα παρέκει καὶ τόνε γράπαρε ὁ κωροφύλακας (= χωροφύλαξ) Πελοπν. (Γαργαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA