γραπατσώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραπατσώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραπατσώνω ἐνιαχ. γραπατσώνου Μακεδ. (Βελβ. Βέρ. Βρασν. Δασοχώρ. Χαλκιδ.) γκραπατσώνου Μακεδ. (Καταφύγ.) γκραμπατσώνου Μακεδ. (Ἐράτυρ. Καταφύγ. Πεντάλοφ.) γραπωτζώνου Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μέσ. γραπατσώνομαι Λεξ. Γαζ. γραπατζώνουμι Εὔβ. (Λιχὰς) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. (Ἀνατολ. Σταγιᾶδ.) Μακεδ. (Γρεβεν. Δεσκάτ. Κοζ. Σισάν.) γκραπατσώνουμι Μακεδ. (Βλάστ. Δρυμ. Σισάν). γκραμπατσώνουμι Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ. Δεσκάτ. Καστορ. Κοζ.) γραπωτζώνουμι Θρᾴκ. (Σουφλ.) γκριμπατσώνουμι Μακεδ. (Γρεβεν.).

Ετυμολογία

Ἐκ συμφύρσ. τῶν ρ. γραπάρω καὶ τσακώνω.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Συλλαμβάνω διὰ τῶν ὀνύχων ὡς ἡ γαλῆ, ἁρπάζω Μακεδ. (Βελβ. Βερ. Πεντάλοφ. κ.ἀ.) Θὰ σὶ γραπατσώσου ἀπ᾽ τοὺ σβέρκου Μακεδ. Σώθ᾽κι ἀπ᾽ τοὺ λύκου γκραμπατσώνουντας ᾽ς τοὺ δέντρου Πεντάλοφ. || Φρ. Θὰ σὶ γραπατσώσου τοὺ ταψὶ (= θὰ πιάσω τὸ ταψὶ τὸ ὁποῖον θὰ ἔχῃ τὰ κόλλυβά σου) Βελβ. 2) Σχίζω διὰ τῶν ὀνύχων Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Ἐράτυρ. Χαλκιδ.) Συνών. γρατσουνίζω. Β) Μέσ. 1) Συγκρατοῦμαι ἔκ τινος μέρους, πιάνομαι ἀπὸ κάπου Εὔβ. (Λιχὰς) Θεσσ. (Ἀνατολ.) Μακεδ. (Βελβ. Βρασν. Γρεβεν. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Δρυμ. Καστορ. Σισάν.): Πέφτοντας γραπατσώθ᾽κιˬ ἀποὺν-ἕνα κλουνάρ᾽· ἄ δὲ γραπατσώνουνταν κ᾽ ἔπιφτι κάτου, θὰ πήγινι ᾽ς τοὺν τόπου Σισάν. Γραπατσώθ᾽κι ἀπ᾽ τὰ κάψιλα Ἀνατολ. Γραπατσώσ᾽ καλὰ ἀπ᾽ τοὺ σαμάρ᾽ αὐτόθ. Δὲ γραπατσώθ᾽κι καλὰ Μακεδ. 2) Ἀναρριχῶμαι ὡς ἡ γαλῆ Εὔβ. (Λιχὰς) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Γρεβεν. Δαμασκ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καστορ. Κοζ. Πεντάλοφ. Σισάν.): Γραπατσώνουμι ᾽π᾽ τοὺν τοῖχου Κοζ. Γραπατσώιτι᾽ς τὰ δέντρα σὰν τὴ γάττα Σισάν. Αὐτὴ ἡ πέτρα εἶν᾽ ἀπάτ᾽τη, μόν᾽ οἱ ντραγαταραῖοι τοὺ καλουκαίρ᾽ γραπατσώνουντι κιˬ ἀνιβαίν᾽ν ᾽ς τὴν κουρ᾽φὴ Κόνιτσ. Ἰκεῖ γκραμπατσώθ᾽κιν κιˬ ἀνέφ᾽κι σ᾽ ἕνα ψ᾽λὸ δέντρου γιˬὰ νὰ μὴ τοὺν φᾶν᾽ τ᾽ ἀγρίμιˬα Βόιον Πῆρι ἕνα φόβου ἀπ᾽ τὰ σ᾽λλιˬὰ ἀποὺ γραπατσώθ᾽κι μιτὰ ἀπ᾽ τ᾽ ἰμένα κὶ δὲν ξ᾽κόλλαϊ ντὶπ Δασοχώρ. Γκραμπατσώθ᾽κι ᾽ς τὴ μάννα τ᾽ κὶ δὲν ξιχουρίζουνταν Καστορ. Αὐτὸς γραμπατσώιτι ᾽ς τὰ δέντρα σὰν ἡ γάττα αὐτόθ. || ᾎσμ. Τοὺ γουργό μας πιριστέρι | ἔφιρι μιὰ πιρδικούλα ἔμουρφη πιριστιρούλα, | ἀπ᾽ τοὺ χέρι τσακουμένη τὰ μαλλιˬὰ γραπατσουμένη Δεσκάτ. Συνών. γαντζουνιˬάζω, γαντζώνω, σκαρφαλώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/