γλαρὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαρὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλαρὶ τό, Θεσσ. (Σκήτ Τρίκερ.) Νίσυρ. Σύμ. –Λεξ. Βλαστ. 425 λάρι Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλάρος καθ᾽ ὑποκορ. τύπ.
Σημασιολογία
1) Τὸ πτηνὸν Λάρος ὁ γελῶν (Larus ridibundus) τῆς οἰκογ τῶν Λαριδῶν (Laridae) Νίσυρ. –Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν.: Σὰν γλαριˬὰ φωνάζουν γιˬὰ νὰ βάλουν πρωτόγερον Νίσυρ. 2) Τὸ πτηνὸν Στέρνα ἡ μικρὰ (Sterna minuta), τῆς αὐτῆς μὲ τὸ προηγούμενον πτηνὸν οἰκογενείας Θεσσ. (Σκήτ. Τρίκερ.): Ὅπως εἶναι τὰ γλαριˬὰ εἶναι οἱ μίχοι (τὰ πτηνὰ αἴθυιαι) Τρίκερ. Συνών. γλαρονάκι, γλαρόνι, κέφος, μιχάλης, μίχος. 3) Τὸ λεύκωμα τοῦ ὀφθαλμοῦ Θρᾴκ. (Αἶν.) 4) Ὡς ἑπίθ., ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ γλάρου, ὁ λευκὸς Σύμ.: Αὐτὸς εἶναι ἄσπρογ-γλαρί. Ἡ λ. ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τὸπ. Γλαρὶ καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλαριˬὰ τά, Δονοῦσ καὶ Γλάριˬα τά, Θεσσ. (Πήλ)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA