βερβέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερβέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βερβέρα ἡ, Λεξ. Βλαστ. 420 Μ᾽Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. βιρβέρα Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Εὐρυταν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βερβερίτσα ὑποχωρητικῶς τῆς καταλ. -ίτσα ἐκληφθείσης ὡς ὑποκοριστικῆς.
Σημασιολογία
Βερβερίτσα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀνεβαίνει ’ς τὰ κλαριˬὰ σὰ βερβέρα Λεξ. ΜἘγκυκλ. Σκαλώνει σὰ βερβέρα Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA