γράπωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γράπωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γράπωμα τό, πολλαχ. γράπουμα Ἤπ. (Κουκούλ. Πλατανοῦσ.) γράπ᾽μα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγράπωμα Ἄνδρ ἀγράπουμα Μακεδ. (Βόιον).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γραπώνω. Ὁ τύπ. ἀγράπωμα διὰ προθετικοῦ ἀναλογικῶς πρὸς τὸ ἅρπαγμα.

Σημασιολογία

1) Ἡ διὰ τῶν χειρῶν βιαία σύλληψις πολλαχ: Θέ᾽ γράπ᾽μα αὐτός, θὰ τοὺν πιˬάσ᾽᾽ οἱ χουρουφ᾽λά᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μὶ τοὺ γράπ᾽μα ποὺ τοῦ ᾽κανα, τοὺν σταμάτ᾽σα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θέλει γράπωμα καὶ κόιμο ᾽ς τὸν ὦμο (περὶ κόρης χαριεντιζομένης, δηλ. θέλει ἅρπαγμα καἰ κόψιμο τῆς κεφαλῆς) Πελοπν. (Δίβρ.) Συνών. ἅρπαγμα 1, βούτημα Β3, τσάκωμα. β) Φιλονικία, διαπληκτισμὸς Ἀθῆν. Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. Πελοπν. (Βλαχοκερ.): ᾽Σ τὸ γράπωμα ἀπάνου νά σου κ᾽ ἡ ἀστυνομία Βλαχοκερ. || Φρ. Θά ᾽χωμε γραπώματα (θὰ ἔχωμεν διαπληκτισμούς) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Συνών. φρ. Θά ᾽χωμε ἀγκαλιˬάσματα - μπελᾶδες - μπερδέματα - φασαρίες - τσακώματα. 2) Ὀδυνηρὸς πόνος, οἱονεὶ ὡς ἐκ βιαίας ἁρπαγῆς προκαλούμενος Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/