γραπώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραπώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραπώνω σύνηθ. γραπώνου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. Πελοπν. (Κίτ.) γραπ-ώνου Κῶς (Καρδάμ.) ἀγραπώνω Ἄνδρ. ἀγραπώνου Μακεδ. (Ἀηδονοχ. Βλάστ. Βόιον Γρεβεν. Δεσκάτ. Ἐράτυρ. Πελεκᾶν. Πεντάλοφ.) σγραπώνω Πελοπν. (Βερεστ. Κόκκιν.) Στερελλ. (Σπάρτ.) γραμπώνω Ἤπ. (Ξηροβούν.) Κρήτ. (Νεάπ.) γραμπώνου Στερελλ. (Ναύπακτ.) γρασπώνω Ἤπ. (Ραδοβύζ.) ἀγαπώνου Στερελλ. (Ἀχυρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαppαre = ἁρπάζω, ἀναρριχῶμαι. Διὰ τὸν τύπ. σγραπώνω πβ. Χ. Παντελίδ., Byzant. Neugr. Jahrb. 6 (1927/8), 401 κἑξ. Τὸ προθετικὸν α εἰς τοὺς τύπους ἀγραπώνω - ἀγραπώνου - ἀγαπώνου κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἁρπάζω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Συλλαμβάνω τι ἁρπακτικῶς καὶ βιαίως διὰ τῶν ὀνύχων, δακτύλων καὶ χειρῶν, συλλαμβάνω, ἁρπάζω σύνηθ.: Θὰ σὲ γραπώσω. Τὸν γράπωσε ἡ ἀστυνομία τὴν ὥρα ποὺ ἔκλεβε σύνηθ. Εἶδες πῶς τὸν ἐγράπωτσε ἡ γάττα τὸ πεντικὸ Εὔβ. (Βρύσ.) Τὸν γράπωσα καλὰ καὶ δὲ μοῦ φεύγει Ἀττικ. Τοὺν γράπουσα ᾽ς τοὺ χουράφ᾽ π᾽ μὄπιρνι ρόκις (τὸν ἔπιασα στὸ χωράφι, ποὺ μοῦ ἔπαιρνε καλαμπόκια) Στερελλ. (Γραν.) Τοὺν γράπωσ᾽ ἀπ᾽ τὶς πλάτες Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τοὺν γράπουσι ἀπ᾽ τοὺ γιˬακᾶ Θάσ. (Θεολόγ.) Τόνε γραπώνου ἀπὸ τὸ σβέρκο Πελοπν. (Κίτ.) Σὰ σὲ γραπώσω ᾽ς τὰ χέριˬα μου, δὲ θὰ σὲ ξεκολλᾶνε σαράντα Πελοπν. (Δίβρ.) Μ᾽ ἀγράπουσι τοὺ χέρ᾽ κὶ μ᾽ τοὺ ξέραι Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἐγράπωσά ᾽να πουλλὶ Πελοπν. (Κόκκιν.) Ἡ μηχανὴ τοῦ γράπωσε τὸ χέρι Ἀττικ. Ἴσα ποὺ νὰ εἰπῇς τρία, θὰ σ᾽ ἔχω γραπώσει ᾽ς τὸ τσυηγησάτσι (= κυνηγητὸ) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τόνε γραπώσανε οἱ χωροφυλάτσοι τσαί τόνε κλείσανε ᾽ς τὴ bζειροῦ (= φυλακὴ) αὐτόθ. Ὅγο͜ιος βαστάει ἀπάνω του σουγάτσι θὰ τόνε γραπώνῃ ἡ ἐξουσία (ὅγο͜ιος, = ὅποιος, σουγάτσι = τσουγιαδάκι) αὐτόθ. Θὰ σοῦ γραπώσῃ κανένα δαχτύλι ὁ κάβουρας μὲ τὴ bράγκα dου Μῆλ. Γράπωσε ὁ στσύλλος ἀπὸ τὴν οὐρὰ τὴ gόττα, ᾽τσείνη φτερουκάισε τσαί γιˬ αὐτὸ εἶναι κολοβὴ (φτερουκάισε = πτερούγισε) Πελοπν. (Καρδαμ.) Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ περίμενε νὰ τὸν γραπώσουν καὶ βιˬαστικὰ ἑτοίμαζε τὰ πράγματά του κ᾽ ἔκανε σχέδιο φυγῆς καὶ σωτηρίας Γ. Ξενοπ., Ἀφροδ., 224. Μὲ τὴν ἴδιˬα (τὴν ποιμενικὴν ράβδον) γραπώνουν καμμιˬὰ ᾽ψιμαδούλα ἀρνάδα γιὰ τὸ σουβλὶ Μποέμ, Ζωγραφιές, 98. Συνών. ἁρπάζω Α1, ἁρπακολλῶ 1, ἁρπακώνω, βοδώνω Β2 γριτζαφώνω, μαγγώνω, πιˬάνω, τσακώνω 2) Ἐμπλέκομαι εἰς σχισμὴν βράχου Πελοπν. (Βερεστ.): Μὴ χώνῃς τὸ χέρι σου, μωρέ, μέσ᾽ ᾽ς τὴ φυράδα καὶ σγραπωθῇ μέσα. Τὸ βρῆκα τὸ τραΐ γραπωμένο μέσα σὲ κἄτι γράπους σιˬαπάνου τὴ Σπαρτόρραχη, ἕτοιμο νὰ ψοφήσῃ 3) Κρύπτομαι, προφυλάσσομαι Κρήτ. (Σήτ.): Νὰ ξανοίξετε νὰ βρῆτε τόπο νὰ γραπώσετε, νὰ μὴ βραχῆτε. Ποῦ γράπωσες καὶ δὲν ἐβράχηκες; 4) Μέσ., ἔχομαι διὰ τῶν χειρῶν ἀπὸ κάπου, συγκρατοῦμαι διὰ τῶν χειρῶν ἔκ τινος μέρους ἐνιαχ.: Γραπώσου ἀπ᾽ ἐκείνη τὴν κλάρα, ἂν μπορῇς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Γραπώθηκε τὸ παιδὶ ἀπ᾽ τὸν ὦμο μου Ἤπ. (Πρέβ.) Συνών. ἁρπακολλῶ 1β. Β) Μεταφ. 1) Ἐπὶ αἰφνιδίας ἐμφανίσεως καταστάσεώς τινος, ὡς πόνου, πυρετοῦ, βροχῆς Εὔβ. (Ὄρ.) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. Ἰθάκ. Στερελλ. (Σπάρτ.) - Χ. Χρηστοβασ., Ἀγῶν., 118 Διὴγ. ξενιτ., 78: Μ᾽ ἐγράπωσε ἕνας πόνος φοβερὸς Ὄρ. Μὶ γραπώ᾽ ἡ ᾽λιˬὰ μ᾽ (ἔχω πόνον εἰς τὴν κοιλίαν) Θεσσ. Τονὲ γράπωσε πάλι τὸ θερμόριο (=πυρετὸς) Ἰθάκ. Μὶ γρασπώ᾽ ἕνας πόνους μέσα μ᾽ Σπάρτ. Μᾶς γράπω᾽ ἡ χουζούρω (εἰς τὴν συνθήματ. γλῶσσαν τῶν μαστόρων, μᾶς ἔπιασε ἡ βροχὴ) Κόνιτσ. – Μὲ γράπωσεν ὁ θάνατος... δὲν ἠμπορῶ νὰ πάρω πνοὴ κιˬ ἀνάσα Χ. Χρήστοβασ., Ἀγῶν., ἔνθ᾽ ἀν. Μαῦρο προαίστημα τοῦ εἶχε γραπώσει τὴν καρδιὰ Χ. Χρήστοβασ., Διηγ. ξενιτ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἐμπλέκομαι εἰς ἔριδας, διαπληκτίζομαι ἐνιαχ.: Γραπωθήκανε γιˬὰ καλὰ Ἀθῆν. (παλαιότ.) Εἶμι γραπουμένους (ἔχω διαπληκτισθῆ μὲ κάποιον) Ἤπ. (Κόνιτσ.) || Φρ. Γραπώθ᾽κι μαγκούτι (εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν μαστόρων, ἤρχισεν ὁ πόλεμος) αὐτόθ. Συνών. καβγαδίζω, κολλῶ, τσακώνομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/