γλαροκοιμᾶμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαροκοιμᾶμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλαροκοιμᾶμαι Πελοπν. (Γαργαλ. Σκορτσιν. κ.ἀ) γλαροτσουμᾶμαι Πελοπν. (Ξεχώρ.) γλαροκοιμοῦμαι Πελοπν. (Ἀναβρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλαρὰ καὶ. τοῦ ρ. κοιμᾶμαι.

Σημασιολογία

Κοιμοῦμαι ἐλαφρῶς ἔνθ’ ἀν.: Ἄρχισε τὸ παιδὶ καὶ γλαροκοιμᾶται ’ς τὸ κούνι του (= λίκνον του) Γαργαλ. Γλαροκοιμᾶμαι λιγουλάκι Σκορτσιν. Μὴν ἀρβαλλάῃς, μωρή, τσαὶ γλαροτσουμᾶται ἡ κοπελίτσα μου (ἀρβαλλάῃς = θορυβῇς) Ξεχώρ. Συνών. γλαριˬάζω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/