βερβερίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερβερίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βερβερίτσα ἡ, σύνηθ. βιρβιρίτσα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Τὸ Σλαβ. ververitsa ᾽Ιδ. GMeyer Neugr. Stud. 2,18.
Σημασιολογία
1) Τὸ θηλαστικὸν σκίουρος ὁ κοινὸς (sciurus communis) τοῦ γένους τῶν σκιουριδῶν (sciuridae) τῆς τάξεως τῶν τρωκτικῶν (rodentia) σύνηu. Συνών. ἀσπάλακας 2, βερβέρα. 2) Παῖς ἢ κόρη στολιζομένη μὲ χόρτα καὶ κλάδους καὶ περιφερομένη ἐν καιρῷ ἀνομβρίας ὑπὸ ὁμηλίκων εἰς τὰς οἰκίας ψαλλόντων ἄσματα ἐπικλητικὰ βροχῆς Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ.: ᾎσμ. Βερβερίτσα περπατεῖ, | τὸ Θεὸ περικαλεῖ Λεξ. ΜἙγκυκλ. Συνών. περπερούνα. 3) Γένος φυτῶν τῆς οἰκογενείας τῶν βερβεριοειδῶν Εὔβ. (Κύμ.) -Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA