γλαρομάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαρομάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλαρομάτης (ΙΙ) ἐπίθ. Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Ἐρμιον. κ.ἀ) –Λεξ. Δημητρ. γλαρουμάτ’ς Στερελλ (Περίστ.) Θηλ. γλαρομάτα Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Ἑρμιόν. κ.ἀ. –Α. Μαμμέλ., Σταθμ., 58.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλαρὸς καὶ τοῦ οὐσ. μάτι.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων γλαροὺς, ἤτοι γλυκεῖς, ἡδυπαθεῖς τὴν ἔκφρασιν ὀφθαλμοὺς Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Ἑρμιόν. κ.ἀ.)-Α. Μαμμέλ. ἐνθ’ άν –Λεξ. Δημητρ.: Ἡ Τασὼ τσῆ Στυλιˬανῆς εἶν’ ἄσπρη καὶ γλαρομάτα Γαργαλ. ‖ᾌσμ. Μιˬὰ γλαρομάτα ἀγαπῶ | καὶ ντρέπουμαι νὰ τῆς τὸ εἰπῶ αὐτόθ. Ξανθιˬά μου, γλαρομάτα μου, | σὺ θὰ μοῦ φᾷς τὰ νιˬᾶτα μου Λεξ. Δημητρ. ‖ Ποίημ. Μιˬὰ γλαρομάτα γυναῖκα | ἡ εἰρωνεία καθισμένη πάνω ’ς τοὺς τόμους καὶ τ’ ἀρχεῖα θὰ χαμογελᾷ Α. Μαμμέλ., ἔνθ᾽ ἀν Συνών. γλαροματικᾶτος, γλαρομάτικος. 2) Ὁ ἔχων ἀμυγδαλωτοὺς ὀφθαλμοὺς μὲ ἔκφρασιν μελαγχολικὴν Πελοπν. (Ἑρμιόν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/