γρασάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρασάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρασάρω κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ingrassare = λιπαίνω.

Σημασιολογία

Λιπαίνω μηχανήματα πρὸς φύλαξιν ἀπὸ σκωρίασιν ἢ τριβὴν κατὰ τὴν λειτουργίαν αὐτῶν κοιν. Συνών. λαδώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/