γρασιδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρασιδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρασιδάκι τό, Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γορτυν. Δημητσ. Κυνουρ.) γραιδάκι Πελοπν. (Δίβρ. Κοντοβάζαιν.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γρασίδι.
Σημασιολογία
1) Τὸ μικρὸν κατὰ τὸ μέγεθος γρασίδι, ἤτοι τὸ πρὸ τῆς πλήρους ἀναπτύξεως σύνολον ἀγρωστωδῶν φυτῶν, ἰδίως βρόμης καὶ κριθῆς, ὡς καὶ τῶν ψυχανθῶν βίκου, λαθύρου καὶ τριφυλλίου τὸ χρησιμοποιούμενον ὡς τροφὴ τῶν ζῴων ἔνθ᾽ ἀν.: Τί νὰ φάῃ ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ γρασιδάκι ἡ κατσίκα; Αὐτὸ δὲν πιˬάνεται Πελοπν. (Κυνουρ.) Εἶπα νὰ κόψω λίγο γρασιδάκι γιˬὰ τὰ ζὰ αὐτόθ. 2) Κατὰ συνεκδ., ὁ μικρὸς ἀγρὸς εἰς τὸν ὁποῖον σπείρεται γρασίδι Πελοπν. (Βερεστ.) ᾽Κεῖν᾽ τὸ γρασιδάκι τὸ εἶχα σπείρει ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ κιˬ ἀκόμη νὰ φυτρώσῃ (τοῦ Σταυροῦ = ἡ 14η Σεπτεμβρίου). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γρασιδάκιˬα καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Τριφυλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA