γρασιδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρασιδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρασιδιˬάζω Πελοπν. (Μηλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρασίδι.

Σημασιολογία

Ἐπὶ δημητριακῶν, αὐξάνομαι, συμφύομαι μὲ παραφυάδας ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅταν διπλιˬάζῃ τὸ φύτρο, τοῦ ρίχνομε ἀμμωνία κατὰ τὸ Γενάρη ποὺ γρασιδιˬάζει Μηλ. Συνών. γρασιδώνω, χλοΐζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/