γρασιδότοπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρασιδότοπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γρασιδότοπος ὁ, Ἀθῆν. (παλαιότ.) - Λεξ. Βλαστ. 286,371 Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γρασίδι καὶ τόπος.

Σημασιολογία

Τὸ μέρος, ὁ τόπος ὁ κατάλληλος πρὸς βλάστησιν ἀφθόνου γρασιδίου ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. εἰς λ. γρασίδι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/