γρασιδοχώραφο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρασιδοχώραφο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρασιδοχώραφο τό, Γ. Παλαιολόγ., Γεωργ. οἰκιακ. οἰκονομ. 1,168.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γρασίδι καὶ χωράφι.
Σημασιολογία
Γρασιδότοπος, τὸ ὁπ. βλ. Συνών. εἰς λ. γρασίδι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA