ἄστυφος (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄστυφος (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄστυφος (Ι) ἐπίθ. πολλαχ. ἄστυφους ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.)

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερη

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄστυφος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν στυφὴν ἔνθ’ ἀν.: Ἄστυφο κρασί. Ἄστυφα κυδώνιˬα πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/