βεργολυγερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεργολυγερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βεργολυγερὸς ἐπίθ. πολλαχ. βιργουλυγιρός πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βεργολύγερος Λεξ. Βλαστ. Οὐδ. βεργολυγιˬαρὸ Κορσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βέργα καὶ τοῦ ἐπιθ. λυγερός.

Σημασιολογία

Βεργόλιγνος, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Χάρε, γιˬὰ χάρισέ μου σαΐττες κοφτερές, νὰ πάω νὰ βεργοκόψω δυˬὸ βεργολυγερές Πελοπν. (Βούρβουρ.) ᾽Αέρα βγάνουν οἱ στεριˬὲς κιˬ ὅλα τὰ δέdρη σοῦdαι, κρῖμας τσοὶ βεργολυγερές νὰ μὴ γλυκοφιλοῦdαι Κρήτ. Καὶ χέριˬα βεργολύγερα τὰ στέφανα ν᾿ ἀλλάξῃς (ἐνν. ἔχεις) Κορσ. Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/