γρατσαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρατσαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρατσαρίζω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς λ. γράτς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αρίζω, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Ἄνθ. Παπαδόπ. Γραμμ. Ποντ. διαλ., 146.
Σημασιολογία
Προκαλῶ ἦχον ξύων σκληρὸν ἀντικείμενον διὰ τῶν ὀνύχων: Ἡ κάττα γρατσαρίζ᾽ ᾽ς σὴν πόρταν κν᾽ (= καὶ ἄνω). Οἱ ποντικοὶ γρατσαρίζ ᾽νε. Συνών. ἀγκρινιάζω, γρατσαλίζω, γρατσουνῶ, γριτσανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA