ἀσύγκαυτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσύγκαυτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσύγκαυτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀσύgαυτος Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *συγκαυτὸς<συγκαίω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ συγκαμένος, ὁ μὴ φλογωθείς, ἐπὶ ἐπιδερμίδος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/