ἀσυγκέριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυγκέριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσυγκέριστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀσυgέριστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συγκεριστὸς<συγκερίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ συνδεθῇ μετ᾿ ἄλλου, νὰ ἔλθῃ εἰς ἐπαφήν, νὰ συνεννοηθῇ : ᾿Ασυgέριστος κόσμος. ᾽Ασυgέριστη bαρέα. Ἀσυgέριστο χωριˬό. Πβ. ἀσυγκόλλευτος, ἀσυγκόλλητος, μονόχνοτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/