γλάρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλάρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλάρος ὁ, λάρος Κύπρ. Μακεδ. –Κορ., Ἄτ., 5.155 Thompson, Gloss. Of gr. birds, 192 –Λεξ. Βάιγ. Περίδ Πρω. γλάρος κοιν. καὶ Πόντ (Οἰν.) γλάρο Τσακων (Μέλαν. Χαβουτσ.) γλάρους βόρ. ἰδιώμ. gλάρος Ἰθάκ Κέρκ. gλάρους Μακεδ. (Ἀλιστρ. Βλάστ. Δοξᾶτ. Νιγρίτ.) γλάος Σαμοθρ. γλάους Σαμοθρ. Θηλ. γλαρῖνα Πελοπν. (Κυνουρ.) γλάρ’σσα Σκῦρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν οὐσ. γλάρος, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. λάρος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ 1) Ὄνομα περιληπτικὸν ὅλων τῶν πτηνῶν τοῦ γένους λάρου (Larus) τῆς οἰκογ. τῶν Λαριδῶν (Laridae), τοῦ ὁποίου τὰ συνηθέστερα εἰς τὴν Ἑλλάδα εἴδη εἶναι Λάρος ὁ άργυρόχρους (Larus argentatus), Λάρος ὁ μελάγχρους (Larus fuscus), Λάρος ὁ τεφρόχρους (Larus canus), Λάρος ὁ μελανοκέφαλος (Larus melanocephalus), Λάρος ὁ μικρὸς (Larus minutus), Λάρος ὁ γελῶν (Larus ridibundus) καὶ Λάρος ὁ ἐρυθρογάστωρ (Larus gelastes) κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) καὶ Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Πῆραν μυρουδιˬὰ τὴν τράτα οἱ γλάροι καὶ ρίχτηκαν ’ς τὴ θάλασσα νὰ φᾶν’ τὶς μαρίδες πολλαχ. Τήρα γλάρ’! Θὰ κά’ βαρυχειμωνιά, ἀφοῦ ἦρθαν τόσου μέσα (ἐνν. εἰς τὴν ξηρὰν) Εὔβ. (Ψαχν.) Ἅμα δγῇς τσὶ γλάρ’ κὶ γυίζ’ ἀψηλὰ πουλύ, ἡ κιιὸς ᾿άα χαλασ’ (ἡ κιιὸς = ὁ καιρός, ’άα = θὰ) Σαμοθρ. Ὅρα ποῦ ’ ἁβράε ὁ γλάρο τὸ ψάι (κοίταξε πῶς τὸ ἅρπαξε τὸ ψάρι ὁ γλάρος) Μέλαν ‖ Φρ. Ἄμε ’ς τὴν ὀργὴ τοῦ γλάρου (ἀρὰ) Μύκ || Παροιμ. Ἤλαχε τσ’ ἤφαε ὁ γλάρος σουπιˬὰ (περὶ τοῦ τυχαίως συμβάντος εὐχαρίστου γεγονότος) Θήρ. (Οἴα) Ἤλασεν dοῦ γλάρου ψάριν (ταυτόσημος μὲ τὴν προηγουμ.) Κῶς (Καρδάμ.) Ἤτυσε ν-dοῦ γλάρου ψάρι | καὶ κυνῆα ν-dο καὶ πάει (ταυτόσημος μὲ τὴν προηγουμ.) Κῶς (Πυλ.) Ἔτυχε τῆς χήνας ψάρι | καὶ τοῦ γλάρου καλαμάρι (ταυτόσημος μὲ τὴν προηγουμ.) Μῆλ. Θολώ’ πουτὲ ἡ θάλασσα μὶ κουτζουλιˬὰ τοῦ γλάρου; (ἐκ τῶν μικρῶν δὲν βλάπτονται τὰ μεγάλα) Σάμ. Σωπῆστε γούλα τὰ πουλλιˬά, νὰ κελαδήσ’ ὁ γλάρος (ἐπὶ άνοἡτου ἐπεμβαίνοντος εἰς σπουδαίαν ὁμιλίαν) Σύμ. Ὁ γλάρος ἀψηλὰ πετᾷ, μὰ χαμηλὰ λογιˬάζει (ἐπὶ τοῦ φαινομενικῶς ἀδιαφόρου, ὁ ὁποῖος ἀποδεικνύεται ἄριστα γνωρίζων τὰ πράγματα) Λεξ. Δημητρ. || Γνωμ. Μάτι γλάρου κιˬ ἀφτὶ λαγοῦ (ἐπὶ ὀξυδερκοῦς) Ἰθάκ. Τοῦ γλάρου τὸ κλάμα-γ-ἢ βροχὴ-γ-ἢ ἄνεμος Κῶς. Γλάρος ’ς τὸ λιμάνι, φουρτούνα ’ς τὸ κανάλι Κέρκ. (Σιν.) Γλάρος ’ς τὴ στεριˬά, φουρτούνα ’ς τὸ πέλαο Κεφαλλ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ κ.ἀ. || ᾌσμ. Τσὶ σὰν ἀσπρίσ’ ἡ κόρακας τσὶ σὰν μαυρίσ’ ἡ γλάρους, θὰ παdριφτῇ πλιˬὰ τσ’ ἡ--Ἀντρὼ τσὶ θὰ γινῶ κουbάρους Λέσβ. Γλάρε, γλάρε μου, ποὺ πᾷς | προσκυνήματα νὰ πᾷς ᾿ς τὸ παιδί μου τὸν ψαρᾶ | καὶ τὸ μαυρομουστακᾶ Προπ. (Κύζ.) Δὲν κλαίω κορμὶ ποὺ θὰ πνιγῇ καὶ θὰ τὸ φᾶν’ οἱ γλάροι, μόν’ κλαίω τὴν ἀγάπη μου ποὺ θὰ τὴν πάρουν ἄλλοι Προπ. || Ποίημ. Γλάρε, στριδόφλουτσα ξερνᾷς, ἀφρό, σαλιγκοκαύκι (στριδόφλουτσα = κελύφη ὀστρέων) Σολωμ. 268. Συνών. γλαρώνι, κάονας, καρακατσᾶς, καρκανέλος, κατσιούλα. 2) Τὸ πτηνὸν πελαργὸς Μακεδ. (Ἀδριαν. Ἁλίστρ. Βλάστ. Δαφνούδ. Δοξᾶτ. Μεσολακκ. Μυρτόφ. Νιγρίτ Νικήσ. Παλαιοχώρ. Πεντάπολ.) Β) Μεταφ. 1) Ὁ ἅρπαξ καὶ ἀδηφάγος πολλαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν.): Ἥσυχα, πρὲ γλάρε! Ρόδ. Ἡ μικρά μ᾿ (ἐνν. θυγατέρα) ἔναι γλάρ’σσα, ἡ μεγάλη μ’ ὅμως ἔναι πολὺ ’γοφάος Σκῦρ. || Φρ. Τὰ κατεβάζει σὰν τὸ γλάρο πολλαχ. Καταπίνει σὰν dὸ γλάρο Κάρπ. Τρώει σὰ γλάρος Βιθυν. Εὔβ. (Ψαχν.) Νάξ. Ἤφαγε ὡσὰ dὸ γλάρο Κρὴτ. (Πεδιάδ.) Λὲς καὶ εἶναι σωστὸς γλάρος κάνει Ἤπ. (Αὐλότοπ.) Νιˬὰ γουία ’ ἐμποῖτσ’ε τὸ κρίε, σὰν τὸ γλάρο (μιὰ μπουκιὰ τό ’κανε τὸ κρέας, σὰν τὸ γλάρο) Μέλαν. Ἡ σημ. ἤδη εἰς Ἀριστοφ., Νεφέλ., 591: «Κλέωνα τὸν λάρον δώρων ἑλόντες καὶ κλοπῆς». 2) Ὁ ὑψηλὸς τὸ ἀνάστημα Μακεδ. (Βλάστ.) 3) Ὁ ἀφελὴς τοὺς τρόπους Μακεδ. (Βλάστ.) 4) Ὁ λάρυγξ Κέρκ Παξ. 5) Ὡς ναυτικὸς ὅρ. δηλῶν τὸ ὑπὲρ τὰ ἀνώτατα τραχηλωματα τοῦ ἱστοῦ τοῦ πλοίου λεῖον τμῆμα αὑτοῦ, τὸ ἀπολῆγον εἰς τὸ ἐπίμηλον, τὴν ἠλακάτην τοῦ ἐπιστηλίου Ψάρ. –Ν. Παλάσκ., Λεξ. ναυτ. ὄρ. –Λεξ. Δημητρ. Συνών. κόντρα, πίμπολο, πίπουλο. 6) Ὑπὸ τὸν τύπ. γλάρα ὀνομάζεται τὸ ὁριζόντιον ξύλον τὸ εὑρισκόμενον εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ κεντρικοῦ ἱστοῦ τοῦ πλοίου Πάρ. (Νάουσ.) 7) Τὸ ἔντομον γρύλλος Ἄνδρ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλάρος πολλαχ. Γλάρους Θεσσ. (Βόλ.), ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλάρος Θήρ. (Οἴα) Μὴλ. Πάρ. Πελοπν (Πιτσᾶ) Σύμ. Γλάρο Τσακων. (Μέλαν.) καὶ ὡς τόπων. Γλάρος Ἴμβρ. Λέσβ. (Πολυχντῖτ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ) Προπ. (Καλόλιμν.) Σῦρ. Χίος –Λεξ. Βλαστ. 378 Τοῦ Γλάρου ὁ Μύλος Κάσ. Γκλάρος Μακεδ. (Βόιον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/