βεργώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεργώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βεργώνω Ἤπ. Πελοπν. (Οἰν.) -ΜΛελέκ. ’Επιδόρπ. 239 -Λεξ. Αἰν. Βλαστ. Δημητρ. βιργώνου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βέργα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Λυγίζω Λεξ. Αἰν. 2) Φρίσσω, ἀνατριχιάζω Πελοπν. (Οἰν.) 3) ᾿Εξοιδαίνομαι, πρήσκομαι Ἴμβρ. Πελοπν. (Οἰν.): Βέργουσι τοὺ χέρι μ᾽ Ἴμβρ. Ἡ κοιλιˬά μου εἶναι βεργωμένη Οἰν. || Φρ. Τ᾿ν ἐβέργωσα (ἐπλήρωσα τὴν γαστέρα τροφῆς, συνών. φρ. ἰδ. ἐν λ. βεντούζα 1) ΜΛελέκ. ἔνθ’ ἀν. 4) Σκληρύνομαι ὡς βέργα, ξυλιάζω Λεξ. Δημητρ.: Ἔκατσα ἱδρωμένος ᾿ς τὸ ρεῦμα καὶ βέργωσε ὁ σβέρκος μου. 5) Ὑποστηρίζω φυτὸν ἐμπηγνύων πλησίον του ράβδον Λεξ. Δημητρ. 6) Σύρω εὐθείας γραμμὰς εἰς ἐπιφάνειαν Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. Συνών. ἀραδώνω 1, ριγώνω, χαρακώνω. 7) Ζυγίζω, εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA