γραφειάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραφειάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γραφειάκι τό, λόγ. (σύνηθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γραφεῖο καὶ τῆς ὐποκορ. καταλ. –άκι.

Σημασιολογία

Τὸ μικρὸν γραφεῖον: Ἕνα γραφειάκι εἶναι ἀπαραίτητο, τὸ τραπέζι εἶναι ἄβολο πιˬὰ Ἀθῆν. Ἡ Ἕλλη κάθησε ᾽ς τὸ γραφειάκι της Ι. Δραγούμ., Σταμάτ., 60. Συνών. γραφε͜ιουδάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/