γραφὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραφὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γραφή ἡ, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Πόντ. (Ἴμερ. Νικόπ. Οἰν. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.) γραθὴ Τσακων. gραφὴ Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) γααφὴ Σαμοθρ. Πληθ. γραφάδες Ζάκ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (᾽Αρκαδ. Μάν.) – Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 172.60 γραφάες Κύπρ. γραφέδε Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) γραφὰς τά, γραφάντας τά, Πόντ. (Ἴμερ. Νικόπ. Οἰν. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γραφή
Σημασιολογία
1) Ἡ διὰ γραμμάτων παράστασις ἐννοίας τινός, τὸ γράψιμον σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Τσακων.: Ξέρει ἀνάγνωση καὶ γραφὴ σύνηθ. Ἤφαέ σε πιˬὰ κ᾽ εὐτὴ ἡ γραφὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δὲν ἔ᾽ καλὴ γραφὴ τοὺ πιδὶ (δὲν κάμνει καλὰ γράμματα, δὲν ἔχει καλὸν γραφικὸν χαρακτῆρα) Στερελλ. (Ἀχυρ.) ᾽Èν ἐσ᾽-σέρω ἄσ-σὲ γραφὴ (=δὲν ξέρω ἀπὸ γράψιμο) Καλαβρ. (Βουν.) 2) Ἡ ἐπιστολή σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Πόντ. (Νικόπ. Οἰν.): Πολὺ gαιρὸ ἔχομε νὰ λάβωμε γραφὴ καὶ δὲν ἠξέρω εἶdα νὰ λέω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔλαβα μία γραφὴ Κορσ. Ὁ γιˬόμ-μου μοῦ ἔστειλε μίαν gραφὴ ἀν dῆχ-χώρα (= ὁ υἱός μου μοῦ ἔστειλε μίαν ἐπιστολήν ἀπὸ τὴν πόλιν) Χωρίο Ροχούδ. Ἔχω νὰ κάμω μὰν gραφὴ τῆλ-λεḍ-ḍᾶμ -μου (= πρέπει νὰ κάμω μίαν ἐπιστολήν τῆς ἀδελφῆς μου) Μπόβ. ᾽Èν ἠσ-σέρω, ἄ σ-σώνω γράσπει τὴν gραφήν-ε (=δὲν ἠξεύρω ἂν θὰ ἠμπορέσω νὰ γράψω τὸ γράμμα) Βουν. Ὅ,τ᾽ κὶ νὰ πῇς, δὲν ἔ᾽ς δίκιου• ἔχου ἰδῶ τ᾽ γραφή σ᾽ Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Φρ. Μαζώνει γραφάδες (ἐπὶ τοῦ ἑτοιμοθανάτου, ὅστις τρόπον τινὰ μαζεύει ἐπιστολὰς ἀπὸ τοὺς ζῶντας συγγενεῖς νεκρῶν διὰ νὰ τὰς μεταφέρη εἰς ἐκείνους) Ζάκ. Κύθηρ. Πέλοπν. (Μάν.) Μαζεύει γραφάδες (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) - Ι. Βενιζέλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Γραφὲς ἀναμαζώνει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. Μαζεύει γραφὲς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σύμ. Συνών. φρ. Μαζεύει ὑπογραφὲς. ᾽Σ τὸ κάτω - κάτω τῆς γραφῆς (ἐπὶ τέλους, ἐν συμπεράσματι, ἢ πρὸς δήλωσιν ἀντιθέσεως) σύνηθ. || ᾌσμ. Ἀγαπημένο μου πουλλί, ἔλαβα τὴ γραφή σου, ᾽ς τὸ στῆθος μου τὴν ἔβανα κ᾽ εἶπα, καρδιˬά, δροσίσου Βιθυν. Γραμματικέ μου γλήγορε καὶ κοσμοξακουσμένε, πιˬάσε καὶ γράψε μιˬὰ γραφὴ σὲ τρεῖς μεριˬὲς καημένη (ἐπὶ ἀπειλῆς ἢ ἀγγελίας δυσαρέστου) Πελοπν. (Οἰν.) Θέλω νὰ κάμω μιˬὰ γραφή, τσῆ μάννας μου νὰ bέψω Δ. Κρήτ. Κιˬ οὐδ᾽ ἔρχιτι κιˬ οὐδὲ πατεῖ κιˬ οὐδὲ γραφὴ μοῦ στέλνει Θρᾴκ. Μοῦ ἢρτανε gραφέ σ-σου μὲ τήμ bόστα (bόστα = ταχυδρομεῖον) Καλαβρ. (Βουν.) Λέτε πῶς θὲ νὰ dοῦ φανῇ | σὰν ἀναγνώσῃ τὴ γραφή; (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἡ σημ. ἀρχ. Βλ. Θουκ. 1, 129 καὶ Βυζαντ. Βλ. Ἐρωτόκρ. Δ 788 «Θεράπιον ὁ Πολύδωρος παίρνει τὴν ὥρα ᾽κείνη | νὰ ᾽δῇ τοῦ φίλου του γραφή κι ὁλόχαρος ἐγίνη». Συνών. γράμμα 5, γράψιμο, ἐπιστολή, ραβασάκι. 3) Ἔγγραφον, διάγγελμα, γραπτὴ διαταγὴ Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύπρ.: ᾌσμ. Ἔβγαλε καὶ προκήρυξες, ἔβγαλε καὶ γραφάδες, ᾽ς οὕλα dὰ Δωδεκάνησα δὲ θέλω bλιˬ᾽ ἀραγιˬᾶδες Κρήτ. Ἀποπάν᾽ ἀφ᾽ τὴ Βλαχιˬὰ | κατεβαίνει ἕνας πασᾶς καὶ βαστᾷ πέντε γραφάδες | νὰ παντρεύωνται οἱ γριάδες Κρήν. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Διήγησ. παιδιόφρ., στ. 69 (ἔκδ. Wagner, σ. 143) «Τοῦτό ἐστιν τὸ μήνυμαν λέοντος βασιλέως | καὶ τοῦτο λέγει ἡ γραφὴ ἡ πρὸς ὑμᾶς σταλεῖσα». Πβ. καὶ στ. 720. 4) Συμβόλαιον Σῦρ.: Τό ᾽καμε γραφὴ ἀπάνω του (διὰ συμβολαιογραφικῆς πράξεως τοῦ μετεβίβασε τὴν κυριότητα τοῦ κτήματος). Ἡ λ. καὶ εἰς ἔγγραφον τοῦ ἔτους 1693 ἐκ Παξῶν δηλοῖ διαθήκην. Βλ. Γ. Πετροπ., Νοταρ. Πράξεις 175,5 «Οἱ γραφὲς ὁπού εἶχα καμωμένες νὰ εἶναι καὶ νὰ στέκωνται πάντοτε, ἢγουν ἡ διαθήκη καὶ τὸ | κωντίκελλον». 5) Ἡ Αγία Γραφή, λόγ. καὶ δημ. Μακεδ. (Ἑπταχώρ.) Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀέτσ᾽ λέγ᾽νε τὰ γραφάς. Πιστεύω τὰ γραφάντας Τραπ. || ᾎσμ. Σ᾽ αὐτὸ ἐδῶ τ᾽ ἀρχοντικὸ τὸ μαρμαροχτισμένο παππᾶς ἀφέντης κάθεται με᾽ τὴ Γραφή ᾽ς τὸ χέρι Ἑπταχώρ. 6) Τὸ πεπρωμένον, τὸ ὑπὸ τῆς μοίρας γεγραμμένον Πόντ. (Ἴμερ. Οἰν. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.): Ἡ γραφή μου (τὸ πεπρωμένο μου, ἡ τύχη μου) Σινώπ. Ἡ γραφὴ ἀέτσ᾽ ἔτον νὰ σκοτοῦται Τραπ. κ.ἀ. Ἤντν ἔν᾽ γραφὴ ᾽ς σὸ κιφάλι σ᾽ θὰ γίνεται (οἱαδήποτε γραφὴ εἶναι εἰς τὸ κεφάλι σου θὰ γίνη• ἀδύνατον νὰ ἀποφύγῃ τις τὸ πεπρωμένον | Σάντ. Συνών. γράμμα, γραμμένο, γραφτό, κισμέτι, μοῖρα, μοιραῖο, μοιρόγραφτο, τυχερὸ, τύχη, ριζικό. 7) Τέχνη Πόντ. (Σινώπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA