ἀσύγκριτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσύγκριτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσύγκριτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Μεταγενέστερη
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀσύγκριτος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ συγκρινόμενος πρὸς ἄλλους, ἀπαράμιλλος, ἔξοχος σύνηθ. : Ἡ Ρόζα ἦταν ἀσύγκριτη πρὸς κάθε ἄλλο κορίτσι ΓΞενοπ. Κατήφ. 33 -Ποιήμ. Καὶ μέσα ’ς τὸ δροσόβολο καὶ καθαρὸν ἀέρα στήνουν ἀσύγκριτους χοροὺς τοῦ Παρνασσοῦ οἱ παρθένες ΚΠαλαμ. Ὕμν. ᾽Αθην. 18 Καὶ σοῦ ἀγκαλεˬάζω τοῦ κορμιˬοῦ | τ᾿ ἀσύγκριτα τὰ κάλλη μὲ τη θαμπὴ κι ἀδύνατη | κιˬ ἀνέτολμη ματιˬά μου ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,85.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA