γραφτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραφτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γραφτὸς ἐπίθ. σύνηθ. γραφτὲ Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Μέλαν. Πραστ. Χαβουτσ.) Οὐδ. γραφτὸν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Νικόπ. Οἰν.) γραφτὸ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) γραφτὲ Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Μέλαν. Πραστ. Χαβουτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. γραπτός. Ἐξ ἐγγράφου τοῦ 1836 μαρτυρεῖται ὁ τύπ. ἐγραφτὸν τό, Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 451 «καὶ ἂν κανένας παρακούση τὸ ἐγραφτόν μας... νὰ παιδεύωνται».
Σημασιολογία
1) Ἔγγραφος, γεγραμμένος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Νικόπ. Οἰν.) Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Πραστ. Χαβουτσ.): Τοῦ τὰ πῆγα ὅλα γραφτά. Νὰ μοῦ τὰ κάνῃς γραφτά. Νὰ μοῦ τὸ δώσῃς γραφτὸ σύνηθ. Τά ᾽χει τὰ τραγούδιˬα ὅλα γραφτά Πελοπν. (Μηλ.) Ν᾽ ὁράκα γραφτὲ τάν᾽ τὸ πέτε (τὸ εἶδα γεγραμμένον ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν) Βάτικ. Ν᾽ ἔμα ἔχου γραφτὲ νὰ μόλῃ (τοῦ εἶχα γράψει νὰ ἔλθῃ) Πραστ. Ἔχω μάνι γραφτὲ τὸ γράμμα (τὸ ἔχω γράψει τὸ γράμμα) Χαβουτσ. Ὁ Νιχάλη ἔνι γραφτὲ νὰ ζάῃ στραγιˬώτα (ὁ Μιχάλης εἶναι γραμμένος νὰ πάῃ στρατιώτης) Καστάν. Τοῦ τὰ δώκανε γραφτὰ οἱ ξεγεννῆτρες Σ. Μελᾶ, Κόκκιν. πουκάμ., 41 || Φρ. ᾽Σ τὸ δίνω γραφτὸ (σοῦ τὸ ὑπόσχομαι ρητῶς, ὑπευθύνως) σύνηθ. Τοῦ τό ᾽καμε γραφτὸ (τὸν εἰδοποίησε ἐγγράφως) σύνηθ. || ᾎσμ. Καὶ τοῦ τό ᾽κάμασι γραφτὸ | πὼς ἐσυνέβη τὸ κακὸ (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γραφτὸ λιθάρι Πελοπν. (Λαγκάδ.) 2) Ὁ πεποικιλμένος διὰ σχεδίων ἢ κεντημάτων, ὁ ἐζωγραφημένος Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σκῦρ. - Α. Χατζημιχ., Ἑλλην. τέχν. Σκύρ., 111, 113 Ι. Γρυπάρ., Σκαραβ., 84. - Λεξ. Βλαστ. 325 Πρω. Δημητρ.: Γραφτὰ βρακιˬὰ (τὰ ἔχοντα χρωματιστὰ κεντήματα) Καλάβρυτ. Βελονιˬὰ γραφτή (εἶδος κεντήματος) Σκῦρ. Τὰ περισσότερα κεντήματα εἶναι γραφτά, δηλαδὴ σχεδιασμένα πάνω ᾽ς τὸ πανί... ᾽ς τὰ γραφτὰ κεντήματα τὸ σχέδιο εἶναι καμωμένο μὲ μελάνι καὶ μ᾽ ἐλεύθερο χέρι Α. Χατζημιχ., ἔνθ᾽ ἀν., 111. Οἱ γραφτὲς βελονιˬὲς κεντε͜ιοῦνται ὅλες ς᾽ τὸ τελάρο καὶ εἶναι πολλὲς Α. Χατζημιχ., ἔνθ᾽ ἀν., 113 || ᾎσμ. Ἀνάμεσα ᾽ς τὰ φρύδιˬα σου γραφτὸ τζαμὶ θα χτίσω καὶ ντερβισάκι θὰ γενῶ, νὰ ᾽ρθῶ νὰ σὲ φιλήσω Ἤπ. || Ποίημ. Οἱ παντρεμένες ξενυχτοῦν | γιˬὰ τὰ σμιχτὰ γραφτά σου φρύδιˬα Ι. Γρυπάρ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχαία. Βλ. Εὐριπ., Ἀποσπ., 764 (ἔκδ. A. Nauck) «γραπτούς τ᾽ ἐν ἀετοῖσι πρόσβλεψον τύπους». Ἐξ Ἀθηναϊκοῦ ἐγγράφου τοῦ 1764 ἔχομεν «προσκεφαλάδια γραφτά». Δ. Καμπούρ., Μνημ. Ἱστορ. Ἀθην. 3, 64. 3) Ὁ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Γραφτός σοῦ ᾽τον εὐτὸς (ἐκ τῆς τύχης αὐτὸς σοῦ ἦτο προωρισμένος). Γραφτός μοῦ ᾽τονε κ᾽ εὐτὸς ὁ καμὸς νὰ τόνε περάσω. Μὴ σεκλεdίζεσαι, πὼς δὲν τὴν ἢπηρες, παιδί μου, μὰ bορεῖ νά ᾽ν᾽ ἄλλη γραφτή σου (μή στενοχωρῆσαι, διότι δὲν ἔλαβες αὐτὴν ὡς σύζυγον, παιδί μου, μπορεῖ ἡ μοῖρα νὰ σοῦ ἔχῃ ὁρίσει ἄλλην). Τὸ θηλ. καὶ ὡς οὐσ., γυναικεῖος χιτών, μεταξοκέντητος εἰς τὸ κάτω μέρος καὶ εἰς τὰ ἄκρα τῶν χειρίδων Εὔβ. (Αἰδηψ.): Ἡ γραφτή. Τὸ οὐδ. καὶ ὡς οὐσ. 1) Ἡ γραφή, τὸ γράψιμον Κρήτ.: Ἔχω πολὺ γραφτὸ σήμερα καὶ δὲ bορῶ νά ᾽ρθω. Συνών. γραφή, γράψιμο. 2) Πᾶν γραπτὸν κείμενον, ἰδίᾳ τὸ γραπτὸν δοκίμιον τῶν μαθητικῶν κλπ. ἐξετάσεων σύνηθ.: Ὁ καθηγητὴς διορθώνει τὰ γραφτά. Ὅλο τὸ γραφτό του ἦταν γεμᾶτο μουντζοῦρες - λάθη. Τοῦ σημείωσε - τοῦ πῆρε - τοῦ μονόγραψε τὸ γραφτὸ σύνηθ. Ἤτανε σύλλαθος τὸ γραφτό του (ἦτο πλῆρες λαθῶν τὸ γραπτόν του) Κρήτ. (Χαν.) Δός μου τὴ σ-στάμbαν νὰ σταμbώσω τὸ γραφτό μου (στάμbα = στυπόχαρτον) Κῶς (Καρδάμ.) 3) Τὸ πεπρωμένον, τὸ γεγραμμένον, τὸ προωρισμένον ὑπὸ τῆς μοίρας νὰ συμβῇ εἰς ἕκαστον ἄνθρωπον εἰς τὸν βίον του κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Νικόπ. Οἰν.) Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Πραστ. Χαβουτσ.): Ἦταν γραφτό του. Ἔτσι μοῦ ἢτανε γραφτό. Γραφτὸ ἢτανε νὰ πνιγῇ - νὰ σκοτωθῇ κοιν. Ἔκι τὸ γραφτέ σι (ἦτο ἡ τύχη σου τοιαύτη) Καστάν. Ἤτανε γραφτό του νὰ πάῃ ἔτσι σκοτωτὸς Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Μοῦ ᾽ταν γραφτὸ νὰ τὰ τραυήξου οὕλ᾽ αὐτὰ Ἤπ. (Ζαγόρ) Ἄν εἶι γραφτό τ᾽ νὰ πιράσ᾽, θὰ πιράσ᾽ Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἦταν γραφτὸ τ᾽ ν᾽ ἀπουμεί᾽ οὐρφανὸ ἀποὺ μάννα κιˬ ἀποὺ πατέρα αὐτόθ. || Φρ. Τὰ γραφτὰ τῆς μοίρας (αἱ ἀποφάσεις τῆς μοίρας, τὸ πεπρωμένον) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κακὰ γραφτὰ (κακὴ τύχη, κακὸν πεπρωμένον Ἤπ. || Παροιμ. Τὸ γραφτὸ δὲ γίνεται ἄγραφτο (τὸ πεπρωμένον δὲν μεταβάλλεται, δὲν δύναται νὰ τὸ ἀποφύγῃ τις) Κέρκ. Τὰ γραφτὰ λε͜ιωτὰ δὲ γένουdαι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἄνδρ. Τὰ γραφτὰ δὲ λε͜ιών᾽νι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. || ᾌσμ. Ἄστρα, δὲ μὲ λυπᾶστε bλιˬό, σύννεφα, δὲ μὲ κλαῖτε; κιˬ ἂν εἶναι τίποτας γραφτό, γιˬάdα δὲ μοῦ τὸ λέτε; Κρήτ. Ὅσο καὶ νὰ πονῶ γιὰ σέ, δὲ σοῦ παραπονοῦμαι, γιˬατ᾽ ἢτανε τῆς τύχης μας γραφτὸ νὰ χωριστοῦμε αὐτόθ. Γαbρὸς ἦταν ἀιˬτὸς κ᾽ ἡ νύφη περιστέρι, ἀπ᾽ τὸ Θεὸ ἦταν γραφτὸ γιˬὰ νὰ γινοῦνι ταίρι Σάμ. (Βουρλιῶτ.) Συνών. γραμμένο, γραφή, μοῖρα, τυχερό, τύχη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA