γλασάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλασάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλασάρω Ἀθῆν. γλασαρίζω Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσην. κ.ἀ.) – Νέα Ζαχαροπλ., 50. Νέα Μαγειρ. Φέξη, 130 γλασάρω Ἀθῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ γλασὲ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –άρω.
Σημασιολογία
Περιβάλλω τὰ γλυκύσματα μὲ σακχαρῶδες ἐπίστρωμα, μὲ γλασάδα, ἔνθ’ ἄν.: Τὸ θέτομεν εἰς τηγάνιον μέχρις ὅτου γλασαρισθῇ Νέα Μαγειρ. Φέξη, 130. Ψωμάκιˬα γλασσαρισμένα (εἶδος γλυκύσματος) Νέα Ζαχαροπλ. 50.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA