βιγλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιγλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιγλιˬάζω ἀμάρτ. βιγλιˬάζου Λέσβ. σβιgλιˬάζω Πελοπν. (Γέρμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βίγλα, παρ’ ὃ καὶ σβίγλα.
Σημασιολογία
1) Παρατηρῶ, βλέπω Λέσβ. Συνών. βιγλίζω 5. 2) Σκοπεύω Πελοπν. (Γέρμ.): Σβιgλιˬάζω τὸ πουλλί. Πβ. βιγλάρω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA