βιγλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιγλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιγλίζω πολλαχ. βιγλίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ. Κόνιτσ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Αράχ. Καλοσκοπ. Λαμ.) βιgλίζω Αἴγιν. Βιθυν. Κεφαλλ. Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.) Προπ. (Κούταλ.) Σαλαμ. βιgλίζου Μακεδ. (Καστορ. Χαλκιδ.) βιγλίζ-ζω Σύμ. βιγιλίζω Πόντ. (Κερασ.) βικλίζω Μεγίστ. βογλίζω Πόντ. (Κερασ.) βουγλίζου Σαμοθρ. φιgλίζου Θρᾴκ. Μακεδ. (Βέρ.) βιγλῶ Ἀδραμ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Νάουσ.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. βιγλάω Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ.) Στερελλ. (Δεσφ.) -Λεξ. ᾿Ηπίτ. Πρω. βιγλάου Β. Εὔβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) βιλάου Εὔβ. (Στρόπον.) δικλῶ Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βιγλίζω. Διὰ τὸ δ τοῦ τύπ. δικλῶ ἰδ. ὅμοια παραδείγματα εἰς τὸ γράμμα β 6.
Σημασιολογία
1) Κωμάζω νύκτωρ περὶ τὴν οἰκίαν ἐρωμένης Προπ. (Κούταλ.) 2) Ἀφ᾿ ὑψηλοῦ παρατηρῶ, κατοπτεύω τὰ πέριξ πολλαχ.: Ἀποὺ τούτ᾿ τ᾿ ραχούλλα βιγλίζου κάτ’ οὕλα τὰ μέρ’ Αἰτωλ. || ᾎσμ. Ἔβγα, μωρὲ Βλαχόπουλλο, ’ς τὴ βίγλα βίγλισέ τους πολλαχ. Συνών. βιγλάρω 1, βιγλεύω. β) Παρατηρῶ μὲ ἡμικλείστους ὀφθαλμοὺς λόγῳ μυωπίας, καμμύω πολλαχ.: Αὐτὸ τὸ παιδὶ βιγλίζει. 3) ᾿Επιβλέπω, ἐποπτεύω, φυλάττω Θρᾴκ. Σαλαμ. Χίος: Βιγλίζω τὸ σπίτι-τὸ χωράφι κττ. Χίος. 4) Κατασκοπεύω, παραμονεύω, κρυφοκοιτάζω πολλαχ.: Ὅπου πάω μὲ βιgλίζει Βιθυν. Τὸν βίγλισα ἀπὸ τὴν τρῦπα τοῦ κλειδιˬοῦ Θεσσαλον. || ᾌσμ. Ἡ μάννα της ἐβίγλιζεν ἀπὸ τὸ παναθύρι Ρόδ. Κιˬ ὁ Χάρως τὸν ἐβίγλιζεν ἀπὸ ψηλὴ βιγλίτσα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κιˬ ὁ δράκως τὸν ἐβίγλισεν ἀπὸ ψηλὸ μουράκι Κρήτ. Δύο τὸν ἐβιγλίζανε ἀπ᾽ ὥρα͜ιο παραθύρι Ρόδ. Οἱ κλέφτες τὸν ἐβίγλαγαν ἀπὸ τὸ καραούλι Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ἔπαιν. γυναικ. στ. 611 (ἔκδ. KKrumbacher) «βιγλίζουν μέσα ἀπὸ τὰ παραθύρια». 5) Παρατηρῶ, βλέπω ἁπλῶς πολλαχ.: Αὐτὸς βιγλάει τοὶς ὄμορφες πολλαχ. Τὸν ἐβίγλισε (τὸν διέκρινε μεταξὺ ἄλλων) Λακων. ᾿Èν βικλίζω (δὲν δύναμαι νὰ διακρίνω) Μεγίστ. Δίκλα ᾿ποδῶ κἄτι νὰ σοῦ πῶ Κύπρ. Βίλα κατὰ δῶ Στρόπον. Μέσ’ ᾿ς τὰ μάτιˬα β’λε͜ιῶντι αὐτόθ. || Αἴνιγμ. Τέσσερεις στέκουσι, δύο βιgλίζουσι ἕνας σκάβει (ὁ χοῖρος) Μάν. || ᾌσμ. Χρυσὸν ὑγιˬὸν βίγλιζα ᾽ς την ἀργυρῆ του κούνιˬα Ἤπ. Γιˬὰ νά ᾿γλεπα, νὰ βίγλιζα ᾿ς τὸ ρῆγα π᾿ ἀρμενίζει αὐτόθ. Νά ’μουν πετρίτης ᾿ς τὰ βουνά, νά ᾽μουν ἀεˬτὸς τσοὺ κάμπους, νὰ βίgλιζα τὸ Χάροντα πούθενε νὰ διαβαίνῃ Κεφαλλ. Ὁ κὺρ-βορεˬάς ὁ δροσερὸς βιgλίζει, δὲν κοιμᾶται, βιgλίζει την πολλαγαπῶ πῶς στρώνει, πῶς κοιμᾶται Βιθυν. Δικλᾷ ᾽ποτεῖ, δικλᾷ ᾿ποδά, θωρεῖ ἕναν περιβόλιν Κύπρ. Συνών. βιγλιˬάζω 1. 6) Στρέφω τὸ βλέμμα Κύπρ.: ᾌσμ. Ἁντὰν νὰ μπῇ ’ς τὴν ἐκκλησιˬὰν ταὶ νὰ σταθῇ ᾿ς τὸ σκάμνον ταὶ νὰ δικλίσῃ νὰ μὲ δῇ, οὕλον τὸν νοῦν μου χάνω. Δίκλισε δὲς τὸν οὐρανὸν τ’ ἄν δῇς μαῦρον ἀστέριν, πίστεψε πῶς θὰ σ’ ἀρνηθῶ, παντοτινόν μου ταίριν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA