γλάσσω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλάσσω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλάσσω Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Πιθαν ἐκ τοῦ μεταγν. *γλάπτω, διὰ τὸ ὁπ. βλ. τὸ παρ’ Ἡσυχ. «γλάμπτειν˙ πίνειν».
Σημασιολογία
Ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ τι βλέπων τοῦτο ἀπό τινος ἀποστάσεως ἔνθ’ἀν.: Βλέπω τὴ γυναῖκα καὶ τὴ γλάσσω Χίος. Τρῶν οἱ ἄλλοι κ’ εὐτὸς κᾶ’ται ὰπὸ μακριˬὰ καὶ γλάσσει Καρδάμ. Ἐγὼ θὰ τρώγω κ’ ἐσὺ θὰ γλάσσῃς αὐτοῦ αὐτόθ. Συνών. γλείφομαι, γλειφτηρίζομαι, ξερογλείφομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA