γλάστρα (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλάστρα (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλάστρα ἡ, (Ι) κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.) γοάστρα ἁ, Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γλάστρος ὁ, Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. κράστα Ἀπουλ. (Καστριν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γάστρα, ἐκ τοῦ ὁπ. δι’ ἀντιμεταθέσεως ὁ τύπ. γράστα, ἐκ συμφύρ. δὲ τούτων ὁ τύπ. γράστρα, ὅθεν γλάστρα δι᾽ ἀνομοιωτικὴν μεταβολήν τοῦ πρώτου ρ εἰς λ. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 327. 2, 154. Διὰ τὸν τύπ. γλάστρος βλ. τὸν ἀνάλογον γάστρος εἰς λ. γάστρα. Ὁ τύπ γλάστρα καὶ εἰς Δουκ.

Σημασιολογία

1) Πήλινον συνήθως ἀγγεῖον ἢ θραῦσμα τούτου, ἀλλὰ καὶ ξύλινον ἢ μετάλλινον ἢ καὶ ἐκ πλαστικῆς ὕλης, διαφόρων σχημάτων, μετ’ εὐρέος χώρου διὰ τὸ φύτευμα ἀνθοφόρων φυτῶν κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Ἀγόρασα γλάστρες γιˬὰ νὰ φυτέψω τὰ λουλούδιˬα μου. Αὔριο θ’ ἀγοράσω γλάστρες ἀπ’ τὴ λαϊκή. Χτὲς ἔβαψα τὶς γλάστρες στὸ μπαλκόνι κοιν. Ἔχου τοὺ χαγιˬάτ’ γιˬομᾶτου γλάστρις Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἔ’ ᾿ς ᾽ν αὐλὴ τ᾿ς ἕνα σουρὸ γλάστρις Ἁλόνν. Βγάνι ’τς γάστρις μὶ τὰ λουλούδιˬα ’ς τοὺ χαιˬάτ’ αὐτόθ. Μ’ ἐκατοῦτ’σε τσεῖ γλάστρε ὁ ἔιφο (μοῦ τσάκισε τρεῖς γλάστρες τὸ κατσίκι) Μέλαν. || Παροιμ. Γιˬὰ χάρη τοῦ βασιλικοῦ ποτίζω καὶ τὴ γλάστρα (ἐπὶ τοῦ ὠφελουμένου χάρις εἰς δεσμούς του πρὸς ἕτερον πρόσωπον λίαν εἰς ἡμᾶς ἀγαπητοῦ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬὰ χάρη νdοῦ βασιλικοῦ πίν-νει ἡ γλάστρα τὸ ν-νερὸ (ταυτόσ. μὲ τήν προηγουμ.) Κῶς (Πυλ.) Αἱ παροιμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχ. || ᾌσμ. Ἀπόψε τὰ μεσάνυχτα ποὺ βασιλεῦαν τ’ ἄστρα μοῦ κλέψαν τὸ βασιλικὸ μὲ τὴ γυˬαλένιˬα γλάστρα Κύθηρ. Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ.) κ.ἀ. Ἀξιοπαινεμένη γλάστρα | μὲ τὰ λούλουδά σου τ’ ἄσπρα ἀγν. τόπ. Τὸ πρόσωπό σ᾿ εἶν᾽ οὐρανὸς καὶ οἱ ἐλιˬές σου τ’ ἄστρα καὶ τὰ σγουρά σου τὰ μαλλιˬὰ γαζία μέσ᾽ ’ς τὴ γλάστρα Μ. Λελεκ., Ἐπιδόρπ., 113. Βάνει καὶ τὰ μικρὰ παιδιˬὰ βασιλικὸ ’ς τὶς γλάστρες (μοιρολ.) Πελοπν. (Σκορτσιν.) Ἔ Κώστα, γλάστρα τοῦ σπιτιˬοῦ | καὶ βιˬόλα τοῦ πανεθυριˬοῦ μᾶς τὸν ἐσάλεψες τὸ νοῦ (μοιρολ) Πελοπν. (Μάν.) Ἡ σημ. καὶ παρὰ Δουκ. εἰς λ. γάστρα. Συνών. ἀλτάνα 4, γάστρα, πιτέρι. β) Πήλινον ἐλαιοδόχον πλατύστομον σκεῦος χωρητικότητος 15-20 ὀκάδων Ἄνδρ. (Κόρθ.): Ἔκανα πενῆgα bότες λάδι, ξέχωρα τὴ γλάστρα. γ) Πήλινον ἢ μεταλλικὸν δοχεῖον, ἀναλόγου πρὸς τὸ διὰ τὴν ἐμφύτευσιν ἀνθέων σχήματος, κατάλληλον εἰς ποικίλας προχείρους χρήσεις, ὡς εἰς τήν κένωσιν ἐντὸς αὐτοῦ ὔδατος διὰ τὸ πότισμα ζῴων, εἰς τήν διήθησιν ὕδατος ἀναμεμειγμένου μετὰ τέφρας καὶ προοριζομένου διὰ τὴν κατασκευὴν σάπωνος, εἰς τήν ἐκ κηρηθρῶν ἔκθλιψιν τοῦ μέλιτος, εἰς τήν ἀποπάτησιν κ.τ.τ. Ἁλόνν. Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Θάσ. Κέως Κεφαλλ. (Ἀργοστόλ.) Κύθν. Μακεδ. (Βλάστ.) Μεγίστ. Παξ. Προπ. (Ἀρτάκ.) κ.ἀ. 2) Μεταφ., εἶδος κεντήματος, ἔχον προφανῶς σχῆμα γλάστρας Κῶς (Πυλ.) Μακεδ. Νίσυρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) 3) Τμῆμα τοῦ μαγγάνου Λεξ. Βλαστ. 294. 4) Πόρος, διέξοδος Λέσβ. (Μανταμᾶδ. κ.ἀ.) Τὰ σουριάσαν οὕλα τὰ πρόβατα. Ἀνοίξαν τ’ γλάστρα τσὶ τραύηξι τοὺ τζουbανέ’, γιˬὰ νὰ τὰ βουστσήσ’ Μανταμᾶδ. Συνών διˬαπόρι, ἐμπασιˬά, πορε͜ιά, πορί, ποροπόρτι, πόρος. 5) Διακλάδωσις τῆς κεντρικῆς αὔλακος διὰ τῆς ὁποίας διοχετεύεται εἰς μικροτέρας τοιαύτας τὸ πρὸς ἀρδευσιν ὕδωρ Εὔβ. (Γραμπ. Κάρυστ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Καλάβρυτ. Καρυὰ Κόρινθ. Τρίκκ. Φεν.) Πόρ. Στερελλ.: Μοῦ κόπηκε ἡ γλάστρα κιˬ ἄργησα νὰ ποτίσω Πόρ. Τραυάω γλάστρα νὰ βγάλω τὸ νερὸ νὰ ποτίσω Γραμπ. Ἔκοψα νιˬὰ γλάστρα νὰ πάῃ κάτω τὸ νερὸ Καρυὰ Κόρινθ. Φέρ᾿τὴ τζάπα ν᾽ ἀλλάξουμε γλάστρα αὐτόθ. Ἄντε φτειˬάξε τὶς γλάστρες γιˬὰ νά ’ρθῃ τὸ νερὸ Κάρυστ. Τὸ νερὸ ἔγινε γλάστρες (διεμοιράσθη εἰς μικρούς ποτιστικοὺς αὔλακας) Κορινθ. Συνών. γύρισμα, καταπότης, ὁρκός. 6) Εἶδος παιδιᾶς Φιλολογ. Ἀκρόπολ., 1, 947. Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλάστρα Νίσυρ. Πελοπν. (Μεσσην.) Γάστρα Μακεδ. (Νάουσ.) ’Σ τῶ Γλαστρῶν-dὴμ bέζ-ζούλα Τῆλ. Γλάστρος, ὁ, Μύκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/