γραψιματάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραψιματάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραψιματάκι τό πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γράψιμο καί τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Τό γράψιμον ἡ γραφή πολλαχ.: Ἔχω λίγο γραψιματάκι καί στερνά θὰ βγῶ νὰ πὰου ᾽ς τὸ φροντιστήριο Πελοπν. (Γαργαλ.) Πρώτη φορὰ ἔβλεπε αὐτὸ τὸ λεπτὸ ἄν καὶ κἄπως ἀνώμαλο, γυναικεῖο γραψιματάκι Γ. Ξενόπ., Ἀφροδ., 59.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA