γλάστρα (ΙΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλάστρα (ΙΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλάστρα ή, (ΙΙΙ) ἀμάρτ ἐγάστρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)Σῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. guasta, θηλ. τοῦ ἐπιθ. guasto.
Σημασιολογία
Τὸ άρχικὸν γ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ γλάστρα (Ι). Κρημνισμένον τμῆμα ἀναλημματικοῦ τοίχου χωραφίων ἔνθ᾽ ἄν.: Πέρυσι τὴν ἐχτίσαμε dὴν ἐγάστρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ν’ ἀνεχτίσῃς κ’ ἐκεῖνες τσὶ πέτρες ἐκεῖ ’ς τὴν ἐγάστρα αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA