ἀσύδοτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσύδοτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσύδοτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσύδουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀσούδοτος Ἤπ. (Πωγών.) ἀσύδ-δοτος Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀσύνδοτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ὑποβαλλόμενος εἰς πληρωμὴν φόρου, ἀφορολόγητος, ἀτελὴς σύνηθ.: Πολλὰ μοναστήριˬα εἶναι ἀσύδοτα. 2) Ὁ μὴ ἐκπληρῶν τὰς ὑποχρεώσεις του ἢ ὁ ἀπηλλαγμένος πάσης ὑποχρεώσεως πολλαχ.: Ἐσὺ θές νά 'σαι παντοῦ ἀσύδοτος πολλαχ. ’Φτοῦνος ἔν᾽ ἀσύδοτος, ὅ,τι ζημιˬὰ καὶ νὰ κάνῃ δὲν πλερώνει Πελοπν. (Βούρβουρ.) β) Ὁ ἐλεύθερος νὰ κάμνῃ ἢ νὰ λέγῃ ὅ,τι θέλει πολλαχ. 3) Ἐλεύθερος, ἀνεπιτήρητος Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Κορινθ.) Στερελλ.(Αἰτωλ.): Τ’ἄφησα ἀσύδοτα τά πράματά μου Κλουτσινοχ. 4) Σκληρός, ἀλύγιστος Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ξύλο ἀσύδοτο Λακων. Χτίσιμο ἀσύδοτο Μάν. β) Ἄκαμπτος, πείσμων Πελοπν. (Λακων.): Ἔναι ἀσύδοτος, δὲ bαραδώνει (δὲν ὑποχωρεῖ).5) Ἄθικτος, ἀπείρακτος Πελοπν.(Λακων. Μάν. κ.ἀ.) Ψωμὶ ἀσύδοτο Λακων. || Παροιμ. Καὶ τὸ σκύλλο χορτᾶτο καὶ τὸ καρβέλ’ ἀσύδοτο (ἐπὶ τοῦ ἐπιδιώκοντος κέρδη ἀσυμβίβαστα) Μάν. κ.ἀ. Συνών. ἄγγιχτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/