γρεγάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρεγάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρεγάλι τό, Ἀθῆν. Ἄνδρ. Ἀντίπαξ. Εὔβ. (Χαλκ.) Μῆλ. Παξ. Πειρ. Πόρ. Σαλαμ. Σέριφ. γρεάλι Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρέγος καὶ τῆς ὑποκορ καταλ. -άλι.

Σημασιολογία

Ἐλαφρὰ πνοὴ βορειοανατολικοῦ ἀνέμου ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ πρωῒ τὸ εἶχε ᾽ς τὸν πουνέντε, μὰ τώρα τὸ βραδάκι τὸ γύρισε ᾽ς τὸ γρεγάλι Ἀθῆν. Πειρ. Μᾶς ἔπιˬασε ᾽ς τ᾽ ἀνοιχτὰ γρεγάλι αὐτόθ. Ἔγινε - πῆρε γρεγάλι καλὸ Σαλαμ. || Γνωμ. Καὶ τοῦ ἥλιˬου τὰ ποδάριˬα | πουνεντίνιˬα γιˬὰ γρεγάλιˬα (τοῦ ἥλιˬου τἁ ποδάριˬα = αἱ διὰ μέσου τῶν νεφῶν διαπερῶσαι ραβδωταὶ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, αἱ ράβδοι τῶν ἀρχαίων, πουνεντίνιˬα = ἐλαφροὶ δυτικοὶ ἄνεμοι, γιˬὰ = ἢ) Μῆλ. Συνών. γρεγαλάκι, γρεγουλάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/