γλάστρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλάστρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλάστρωμα τό, Πελοπν. (Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλαστρώνω.

Σημασιολογία

Ὁ διαχωρισμὸς τοῦ πρὸς ἄρδευσιν ὕδατος εἰς μικρὰ τμήματα: Τὸ νερὸ εἶναι μπόλικο καὶ θέλει γλάστρωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/