βιδόνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιδόνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιδόνι τό, Ἄθ. Σῦρ. β’δο’ Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Βενετ. vidon.

Σημασιολογία

1) Μικρός, κοχλιωτὸς κατὰ τὴν βάσιν, σιδηροῦς ἢ χαλύβδινος σωλὴν συγκοινωνῶν μὲ τὴν κάννην τοῦ ὅπλου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐτίθεντο τὰ καψίλια εἰς παλαιὰ κυνηγετικὰ ὅπλα Σῦρ. 2) ’Εργαλεῖον κοχλιωτὸν τῆς ξυλουργικῆς διὰ τοῦ ὁποίου σφιγγόμενον στερεοῦται τὸ πρὸς ἐπεξεργασίαν ἤ συγκόλλησιν ξύλον Ἄθ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/