βίdρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βίdρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βίdρα ἡ, ᾿Αθῆν. Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Κωνπλ. Μακεδ. (Καστορ) κ.ἀ. βίθρα Πελοπν. (Μεσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Σλαβ. vidra. ᾿Ιδ. GMeyer Neugr. Stud. 2,20.
Σημασιολογία
1) Τὸ ζῷον κάστωρ (lutra vulgaris) ἔνθ’ ἀν. Συνών. νερόσκυλλο, σκυλλοπόταμος. 2) Δέρμα κάστορος ἐνιαχ. 3) Ὁ σκώληξ σὴς ὁ τρώγων τὰ μάλλινα ἐνδύματα Κωνπλ. Συνών σκόρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA