γλαφυρὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαφυρὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλαφυρὸς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γλαφυρός.
Σημασιολογία
Κομψός, λεπτός, χαρίεις, τερπνός, ἐπὶ λόγου γραπτοῦ ἢ προφορικοῦ καὶ ἐπὶ ὁμιλητοῦ λόγ. σύνηθ.: Εἶναι γλαφυρὸς ὁμιλητὴς. Ἔχει γλαφυρὸ ὕφος ’Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA