γρεμπανότοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρεμπανότοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γρεμπανότοπος ὁ, G. Meyer, Μeugr. Stud. 2, 24 - Λεξ. Βεντ. Λάουνδ. Λεγρ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γρέμπανο καὶ τόπος.
Σημασιολογία
Τόπος βραχώδης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA