γρέντα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρέντα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρέντα ἡ, Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ. Κόνιτσ. Πάργ.) - Λεξ. Ἠπίτ. γρέdα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Σλαβ. greda = δοκός. Βλ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 25 E. Berneker, Slav. Etym. Wörterb. 348 Miklosich, Slav. Elem. 63, 543.
Σημασιολογία
1) Ξυλίνη δοκὸς, τιθεμένη συνήθως εἰς τὸ μέσον τῆς οἰκίας, παραλλήλως πρὸς τὰς στενὰς πλευράς, διὰ νὰ ὑποβαστάζῃ τὴν στέγην Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ. Κόνιτσ. Πάργ.): Πρῶτα ρίχ᾽ τὶς γρέντις, μιτὰ τὶς ψαλίδις Κόνιτσ. Συνών. γρεντιˬὰ 2, κόδρα, πάτερο. 2) Δοκὸς ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίζονται αἱ σανίδες τοῦ πατώματος Ἤπ. (Πάργ.) Συνών. γρεντιˬὰ 8, πατόξυλο. 3) Ἡ βάσις ἐπὶ τῆς μηχανῆς τοῦ ἐλαιοπιεστηρίου, ὅπου ἐπαλλήλως τίθενται πρὸς πίεσιν οἱ πλήρεις ἐλαιοπολτοῦ σάκκοι Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ). Συνών. γρεντιˬὰ 10.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA