γρεντζελιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρεντζελιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρεντζελιˬὰ ἡ, Ἤπ. (Πωγών. Σχωρ. κ.ἀ.) γριντζιλιˬὰ Ἤπ. (Ἑλληνικ. Πηγάδ. Χουλιαρᾶδ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάλγαρ.) Στερελλ. (Σπάρτ.) γρεντζουλιˬὰ Ἤπ. (Κοκκιν. Μαργαρίτ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) γρεντζ᾽λιˬὰ Ἤπ. (Πράμαντ.) Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) γριτζελιˬὰ Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ. 233 γριτζ᾽λιˬὰ Στερελλ. (Γραν.) γριζελιˬὰ Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 31 Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 630 - Λεξ. Βλαστ. 463
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρέντζελο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Ἄμπελος οἰνοφόρος ἡ ἀγρία (Vitis vinifera silvestris) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀμπελιδῶν (Ampelidaceae) Ἤπ. (Ἑλληνικ. Κοκκιν. Μαργαρίτ. Πηγάδ. Πράμαντ. Πωγών. Τσαμαντ. Σχωρ. Χουλιαρᾶδ.) Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάλγαρ.) Στερελλ. (Σπάρτ.) Συνών. ἀγριάμπελο 1, ἀγριόκλημα 2, ἀγριοσταφυλιˬὰ 2, γρέντζελο 2. 2) Τὸ φυτὸν Λωτὸς ὁ ἐδώδιμος (Lotus edulis) τῆς οἰκογ. τῶν Ψυχανθῶν (Papilionaceae) Χελδρ. – Μηλιαρ., ἔνθ᾽ ἀν. Π. Γενναδ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γριντζιλιˬὰ Ἤπ. (Ἑλληνικ. Πηγάδ. Χουλιαρ.) Γριντζιλιˬάδις Στερελλ. (Ἀχυρ.) Γκρεντζουλιˬὰ Ἤπ. (Φιλιᾶτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA