γρέντζελο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρέντζελο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρέντζελο τό, Ἤπ. (Κασταν. Σχωρ.) γρέντζιλου Ἤπ. (Ἄρτ. Δωδών. Ἑλληνικ. Ἰωάνν. Κουκούλ. Πλατανοῦσ. Πράμαντ. Ριζοβ. Σούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάλγαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀσπρόπυργ. Εὐρυταν. Καρπεν. Σιβ.) γρέτζιλου Ἤπ. (Ἄγναντ. Παλάσ. Πλάκ.) Στερελλ. (Γραν. Σπάρτ.) γρέτζ᾽λου Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Στερελλ. (Σπάρτ.) γρέντζουλου Ἤπ. (Δρόβιαν. Κοκκιν. Κόνιτσ.) γρέτζουλου Ἤπ. (Ἀρτοπ. Λάκκα Σούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. αgrαndzαl = ὄμφαξ, ἀγριοστάφυλο.

Σημασιολογία

1) Εἶδος σταφυλῆς ἡμιαγρίας Ἤπ. (Ἄρτ. Ἀρτοπ. Δρόβιαν. Ἰωάνν. Κασταν. Κοκκιν. Λάκκα Σούλ. Πλατανοῦσ. Πράμαντ. Ριζοβ. Σχωρ κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ. Μυρόφυλλ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάλγαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Εὐρυταν. Σιβ.): ᾽Σ τοὺ χ᾽ράφ᾽ μας ᾽ς τοὺ πλά᾽ εἶνι μίνιˬα γριντζιλιˬὰ γιˬουμάτ᾽ γρέντζιλα Μάλγαρ. Τὰ δικά μου σταφύλιˬα εἶναι γρέντζελα Κασταν. Εἴχενα πολλὰ σταφύλια• γρέτζουλα νὰ ἰδοῦν τὰ μάτια σ᾽! Ἀρτοπ. Ἡ γρεντζ᾽λιˬὰ εἶχι γρέντζιλα, ἀλλὰ ρέκλιˬα κὶ δὲ μάζουξα πολλὰ (ρέκλιˬα = μὲ ἀραιὰς ρῶγας) Πράμαντ. Τοὺ γρέτζ᾽λου τοὺ ζ᾽πᾶς κὶ κά᾽ς ξίδ᾽ Μυρόφυλλ. Τὶ διˬάουλου γρέτζιλα μοῦ ᾽φιρις νὰ φάου; Γραν. Ἔ᾽ κἄτ᾽ γρέντζιλα τ᾽ ἀμπέ᾽ φέτου Αἰτωλ. Συνών. ἀγριοστάφυλο 3, γρεντζελοστάφυλο, πατούλι. β) Σταφυλὴ μὲ ἀραιὰς ρῶγας Ἤπ. (Κουκούλ. Παλάσ.) Στερελλ. (Ἀσπρόπυργ. Καρπεν.): Ἡ κριββάτα ἔ᾽ σταφύλιˬα πιτσ᾽κουτά, πέρυσ᾽ εἶχι ὅλα γρέτζιλα (κριββάτα = κληματαριά, πιτσ᾽κουτὰ = πυκνά, μὲ πολλὰς ρῶγας) Παλάσ. Μάσαμαν μουναχὰ κάνα δυˬὸ καλάθιˬα ὅλου γρέντζιλα Κουκούλ. Τὰ σταφύλια εἶνι ντὶπ γρέντζιλα Ἀσπρόπυργ. γ) Μικρὰ σταφυλὴ ἡ ὁποία ὡριμάζει κατὰ τὸ φθινόπωρον Ἤπ. (Δωδών. Κόνιτσ.): Πιδιˬά, πάμιτι γιˬὰ γρέντζιλα ᾽ς τ᾽ ἀμπέλια Δωδών. Συνών. διγόνι, καμπανάρι, κορφοστάφυλο, τσαμπίδα, χειμωνιάτικο, δ) Μεταφ., σφαιροειδῆ μικρὰ ἀνθρώπινα περιττώματα Στερελλ. (Αἰτωλ. Σπάρτ.): Ἔχιζι κάτ᾽ γρέντζιλα. Αἰτωλ. || Φρ. Ἔχισι γρέντζιλα (κατελήφθη ὑπὸ πανικοῦ) αὐτόθ. 2) Τὸ φυτὸν Ἄμπελος οἰνοφόρος ἡ ἀγρία (Vitis vinifera silvestris) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀμπελιδῶν (Ambelidaceae) Ἤπ. (Ἄγναντ. Ἄρτ. Κασταν. Μαργαρίτ. Πλατανοῦσ. Λάκκα Σούλ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Σπάρτ.): Πᾶμε ᾽ς τὸ γρέντζελο τὸ δικό μου νὰ φᾶμε σταφύλια Κασταν. Εἶνι κὶ τὰ τόπιˬα μας ποὺ τὰ βγάζουν τὰ γρέτζιλα (τὰ τόπια = τὰ μέρη, αἱ περιοχαί) Ἄγναντ. Συνών. ἀγριάμπελο 1, ἀγριόκλημα 2, ἀγριοσταφυλιˬά, ἀγριοστάφυλο 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/