ἀσυμπόνετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυμπόνετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσυμπόνετος ἐπίθ Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀσυμπόνεστος Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καί τοῦ ἐπιθ. *συμπονετὸς<συμπονῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνάξιος συμπαθείας Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀσυμπάθητος 2. 2) Ὁ μὴ συμπονῶν, ἄσπλαχνος, ἀνοικτίρμων Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. Συνών. ἄπονος 1, ἀσύμπαθος 1, ἀσύμπονος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/