γρεντιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρεντιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρεντιˬὰ ἡ, πολλαχ γρdιˬὰ Ἄθ. Ἤπ. (Μαργαρίτ. Τσαμαντ.) γρεντὰ Λεξ. Πόππλετ. γλεντία Τσακων. (Χαβουτσ.) γριντιˬὰ Ἁλόνν. Στερελλ. (Γραν. Καρπεν. Τριχων.) γριντεˬὰ πολλαχ. βαρ ἰδωμ. γρινdεˬὰ Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βλάστ.) γριντζιˬὰ Μακεδ. (Γρεβεν. Σιάτ.) γρινgιˬὰ Μακεδ. (Σιάτ.) γκριντεˬὰ Μακεδ. (Βόιον Καστορ. Κοζ. Ρουμλ.) gρινdεὰ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) γραντεὰ Ἤπ. (Ἀρτοπ. Αὐλόποτ. Κωστάν.) Θάσ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) gρανdεὰ Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) ἀγριντεˬὰ Μακεδ. (Βόιον Γιδ. Κοζ. Κολινδρ. Πάγγ. Παρθεν. Πεντάπολ.) ἀγρινdεˬὰ Θρᾴκ. (Καρωτ.) ἀγριdεˬὰ Μακεδ. (Ἀρν. Νέο Σούλ. Χαλκιδ.) ἀγκριντεˬὰ Μακεδ. (Δρυμ. Λαγκαδ. Ρουμλ.) ἀgριdεὰ Μακεδ. (Ἄσσηρ. Σταν.) ἀγραντιˬὰ Μακεδ. γριντὲς οὑ, Θεσσ. (Γερακάρ.) Μακεδ. (Βέρ. Σισάν. κ.ἀ.) ἀγριdὲς Μακεδ. (Γαλάτιστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρέντα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ιˬά.

Σημασιολογία

1) Κλάδος ἢ κορμὸς δένδρου ἐπεξειργασμένος διὰ ποικίλην χρῆσιν Ἤπ. (Μαργαρίτ.) Θάσ. Μακεδ. (Γαλάτιστ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) - Λ. Μαβίλ Ἔργα, 69: Ποιῆμ. Μὲ σφένδαμνου γρεντιˬὲς τὸ ἄλογο ἐφτε͜ιάστη (δηλ. ὁ Δούρειος ἵππος) Λ. Μαβίλ ἔνθ᾽ ἀν. 2) Γρέντα 1, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ.: Πάνω ᾽ς τὰ ξυλοδέματα βάζομε τὶς ἀγριντιˬὲς Μακεδ. (Βόιον) Βάζουμι ζ᾽νάριˬα ξ᾽λουδιˬσιˬὰ κὶ ἀπάνου ρίχνουμι τὶς γριντιˬὲς Μακεδ. (Καστορ.) Γέμισ᾽ ἡ ἀχυρῶνα ἄχυρου μέχρι τ᾽ν ἀγριdεˬὰ Μακεδ. (Νέο Σούλ.) Δὰ σὶ κριμάου ἀπ᾽ τ᾽ γκριντεˬὰ Μακεδ. (Ρουμλ.) Χτύπ᾽σι ἡ πατσούκα τ᾽ς σ᾽ν ἀgριdεˬὰ (πατσούκα = κεφαλὴ) Μακεδ. (Σταν.) Μ᾽ τσακίστ᾽κι κὶ μιˬὰ γριντεˬὰ τοῦ σπιτιˬοῦ μ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σκίαμαν ξύλα, ποταμούς, πέταυρα, ψαλίδιˬα κὶ γριντιˬὲς Ἤπ. (Πέρδικ.) Σάπ᾽σαν οἱ γριντιˬὲς κὶ θὰ πέσ᾽ ἡ σκιπὴ νὰ μᾶς πλακώσ᾽ Θεσσ. (Ἀργιθ.) Τὰ Φῶτα τρῶμι τ᾽ bάbου, ᾽ποὺ σκέπ᾽ γ᾽ρουνιˬοῦ μὶ κιμᾶ, μυρουδ᾽κά, πού τ᾽ν ἔχουμι φκειˬαϊμέν᾽ ἀπ᾽ τοῦ Ξ᾽τοῦ κὶ σκαλουμέν᾽ ᾽ς τ᾽ν ἀγρινdεὰ (σκαλουμέν᾽ = κρεμασμένη) Θρᾴκ. (Καρωτ.) Κρέμασι τοὺ κριˬὰς ἀπ᾽ τ᾽ γριντιˬὰ Στερελλ. (Γραν.) Τοὺν χτύπησι ἀποὺ πάν᾽ ἀπ᾽ ᾽ν ἀγριντεˬὰ Μακεδ. ‖ Φρ. Οὑ ἄντρας εἶνι γριντεˬὰ ᾽ς τοὺ σπίτ᾽ ἐνιαχ. Τραυᾶς γριντιˬὲς (διὰ τοὺς ὑποφέροντας ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐργασίαν) Θεσσ. (Γερακάρ.) || Παροιμ. Κάνει τὴ γρεντιˬὰ μάνταλο (διὰ τοὺς ἐκ φειδωλίας ἢ ἀφροσύνης ἀπολέσαντας τι) Ἤπ. - Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 136, 298 Τ᾽ ἄγνιστα, τ᾽ ἀύφαντα κὶ ᾽ς τὴ γριντεˬὰ ριγμένα (ἐνῷ ἀκόμη οὔτε ἐγνέσαμεν οὔτε ὑφάναμεν τὰ πανιά, ὁμιλοῦμεν περὶ αὐτῶν ὡσὰν νὰ εἶναι ἁπλωμένα εἰς τὴν δοκόν• ἐπὶ τῶν προώρως καὶ ἀνοήτως ἀποβλεπόντων εἰς τὸ ἐπιθυμητὸν τέρμα) Μακεδ. (Σιάτ.) Συνών. 1, κόρδα, πάτερο. 3) Ἡ μεγάλη ξυλίνη κεντρικὴ δοκὸς τῆς στέγης, ἡ συνδέουσα τὰς κορυφὰς τῶν στενῶν τοίχων Ἤπ. (Ἑλληνικ. Κρυοπ. Μελιγγ.) Μακεδ. (Βλάστ. Χαλκιδ.): Γιˬὰ ἰδὲς μὴν εἶναι σαρακουμέν᾽ ἡ γριντεˬὰ κὶ πέσ᾽ κὶ μὶ πλακώσ᾽ Ἑλληνικ. Σαρακώθ᾽κι ἡ γριντεˬὰ κὶ θὰ τσακ᾽στῇ νὰ πέσ᾽ αὐτόθ. Ὦ πατέρα, γλέπ᾽ς τὴ γριντεˬὰ π᾽ ραΐσ᾽κι; Θὰ μᾶς πλακώσ᾽ ἡ σκιπὴ τ᾽ σπ᾽τιˬοῦ Κρυοπ. Συνών. καβαλλάρης, κορφιˬάς, ποταμός. 4) Δοκὸς ἐπικλινὴς τῆς στέγης, στηριζομένη διὰ τοῦ ἑνὸς ἄκρου αὐτῆς ἐπὶ τοῦ μακροῦ τοίχου τῆς οἰκίας καὶ διὰ τοῦ ἑτέρου ἐπὶ τῆς κεντρικῆς δοκοῦ τῆς στέγης Θεσσ. (Ἀργιθ.) Στερελλ. (Γραν.): Κόψι μ᾽ δέκα γριντιˬές, γιˬατὶ φκειˬάνου σπίτ᾽ Γραν. Σάπ᾽σαν οἱ γριντιˬὲς κὶ θὰ πέσ᾽ ἡ σκιπὴ νὰ μᾶς πλακώσ᾽ Ἀργιθ. Συνών. ψαλίδι. 5) Ἡ στέγη Μακεδ: Κάθουντι τὰ π᾽διˬὰ ἀπάν᾽ ᾽ς τὶς ἀγραντιˬές. 6) Πρόχειρον ὑπόστεγον εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας Πελοπν. (Βούρβουρ.) Συνών. παντελιˬά. 7) Λεπτὴ ξυλίνη δοκός, χρησιμοποιουμένη κατὰ τὴν κατασκευὴν μεσοτοίχου, χωρίσματος τοῦ δωματίου εἰς δύο Μακεδ. (Κοζ.): Ἔσπασι μιˬὰ γριντεˬὰ ἀπ᾽ τοὺ τσιˬατὶ (= μεσότοιχον, χώρισμα). 8) Δοκὸς ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίζονται αἱ σανίδες τοῦ πατώματος τῆς οἰκίας Ἤπ. (Πάργ.) Μακεδ. (Βογατσ. Βόιον. Γαλάτιστ. Πόρ. Ρητίν. Χαλκιδ.) Στερελλ. (Γραν.): Ξήλουσι τοὺ πάτ᾽μα γιˬὰ νὰ ἰδοῦμι νὰ μὴ σάπ᾽καν οἱ γριντιˬὲς Βογατσ. Πααίνου νὰ φουνάξου τοὺν Πασχά᾽ τ᾽ς Ἀνθῆς νά ᾽ρτῃ νὰ μὶ καρφώσ᾽ τ᾽ς γριντιὲς ᾽ς τοὺ πάτουμα, γιˬατὶ σπάσανι κὶ θὰ πέσ᾽ν οὕλις οἱ σανίδις Ρητίν. Συνών. γρέντα 2, πατόξυλο. 9) Μετων., ὁ ὑψηλοῦ ἀναστήματος ἄνθρωπος Μακεδ. (Κολινδρ.) Στερελλ. (Γραν.): Μουρέ, γριντιˬὰ εἶν᾽ αὐτὸς οὑ ἄνθρουπους! Γραν. Συνών. γρεντάλι 2. 10) Ξύλινον ἐλαιοπιεστήριον Στερελλ. (Τριχων.) Συνών. γρέντα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/